Σχέσεις των Βαλκανίων Νομικών και των φορέων τους με τους Διεθνείς Οργανισμούς με στόχο την ανάπτυξη των κοινωνιών αυτών.
Νικόλας Κανελλόπουλος
Δικηγόρος – Σύμβουλος Δ. Σ. Α.
Η προ δεκαετίας πτώση του τείχους του Βερολίνου, αποτέλεσε το έναυσμα για την επανένταξη των χωρών της Βαλκανικής στη διεθνή οικονομία, μετά από μια μακρόχρονη περίοδο στείρας απομόνωσης. Η απομόνωση δε αυτή των βαλκανικών χωρών από το διεθνές οικονομικό σύστημα απεδείχθη ζημιογόνος τόσο για τις γειτονικές μας χώρες, όσο και για την Ελλάδα, η οποία δεν είχε την ευκαιρία να παίξει τον καθοριστικό ρόλο που θα μπορούσε, στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής μέσω της στενής πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας με τις άλλες Βαλκανικές χώρες.
Ο βαλκανικός όμως χώρος, δεν χωλαίνει μόνο στο πεδίο της οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για μια περιοχή, η οποία στη συνείδηση του πλήθους είναι ταυτισμένη με εθνικιστικές συγκρούσεις, πολιτική αστάθεια και κοινωνική εξαθλίωση. Μέχρι σήμερα λοιπόν τα Βαλκάνια δεν είναι τίποτε άλλο παρά χώρος πολιτικών και θρησκευτικών αναμετρήσεων, πεδίο υπανάπτυξης και κοινωνικής κατάρρευσης, στο οποίο η χώρα μας, έχει κάθε συμφέρον αλλά και συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω γεωγραφικής θέσης – στο κέντρο της Μεσογείου – να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο για τη σταθερότητα και την πολυεπίπεδη ευημερία στην περιοχή.
Για την Ελλάδα η επανένταξη των χωρών της Βαλκανικής στη διεθνή οικονομία αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Μεταπολεμικά οι επαφές μεταξύ των επιμέρους χωρών της Βαλκανικής υπαγορεύονταν και μορφοποιούνταν κάτω από τις αναγκαιότητες και τις πολιτικο-οικονομικές συνεργασίες που επέβαλε ο διπολικός μεταπολεμικός κόσμος. Οι σχέσεις ήταν ελεγχόμενες και εξαρτώμενες από πολιτικές αποφάσεις των μπλοκ επιρροής και δεν απέβλεπαν πάντα στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των εν λόγω περιοχών. Σήμερα, οι σχέσεις έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Η πολιτική συνεργασία έχει αποκατασταθεί, ενώ η οικονομική, παρότι στα σπάργανά της, παρουσιάζει πολλά ευοίωνα δείγματα καλής εξέλιξης.
Οι αλλαγές που συντελέστηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων και που αφορούν στη χώρα μας αγγίζουν τρία επίπεδα: Πρώτον, το οικονομικό επίπεδο. Η χώρα μας, κατατάσσεται με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ μέσα στις 25 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας, έχει δε μια διαρκώς αναπτυσσόμενη οικονομία και ένα θεσμικό πλαίσιο που είναι δυνατόν να της εξασφαλίσει ένα κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή. Μπορεί να αποτελέσει δηλαδή την στρατηγική βάση ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες και οικονομικές συνεργασίες.
Δεύτερη σημαντική αλλαγή συντελέσθηκε στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Η Ελλάδα, στο κέντρο του διεθνούς συστήματος ως μέλος όλων σχεδόν των σημαντικών οργανισμών τοπικής, περιφερειακής ή διεθνούς εμβέλειας, κατέχει τα αναγκαία θεσμικά χαρακτηριστικά για να οργανώσει και να εγκαθιδρύσει θεσμούς εκπροσώπησης της περιοχής στα διεθνή όργανα.
Τρίτη αλλαγή πραγματώθηκε στο κοινωνικό επίπεδο. Η χώρα μας αποτελεί πλέον forum εισαγωγής ανθρωπίνου εργατικού δυναμικού, χαρακτηριζόμενο από πολιτισμικό πλουραλισμό και πολυμορφία. Η εισροή δε εργατικού δυναμικού προέρχεται προεχόντως από τις βαλκανικές χώρες και προσφέρει πολλαπλά οφέλη τόσο στην Ελληνική Οικονομία διασφαλίζοντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης με χαμηλό πληθωρισμό, όσο και στις χώρες καταγωγής, οι οποίες ευνοούνται οικονομικά από την εισροή συναλλάγματος των μεταναστών και από τον περιορισμό των κοινωνικών εντάσεων λόγω της μείωσης της ανεργίας.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας στα Βαλκάνια και η εγκατάλειψη του αναποτελεσματικού κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, δημιούργησε ελπίδες για αναζωογόνηση των οικονομιών και επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Τα πρώτα χρόνια της μετάβασης δεν υπήρξαν εύκολα. Παρά τις αυξημένες προσδοκίες των πολιτών για ταχεία οικονομική ανάπτυξη, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και μείωση του χάσματος από την υπόλοιπη Ευρώπη, παρατηρήθηκε επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης.
Οι Βαλκανικές χώρες στήριξαν τις ελπίδες τους στις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες όμως ήταν εν πολλοίς κατώτερες των αναμενόμενων. Έτσι η ανάπτυξη στην περιοχή ήταν πολύ πιο βραδεία από την προσδοκούμενη, κυρίως λόγω των προβλημάτων στο Κοσσυφοπέδιο, της κρίσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία, της ανασυγκρότησης των κατεστραμμένων οικονομιών και των εν γένει συνεπειών του πολέμου για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Μετά από μια μακρά περίοδο μαρασμού και οπισθοχώρησης, καταστροφολογίας αλλά και καιροσκοπισμού στην περιοχή, είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για την κατοχύρωση της ειρήνης με τέτοιο τρόπο, ώστε το υπάρχον θεσμοθετημένο νομικό πλαίσιο να λειτουργήσει και να γίνει σεβαστό στην πράξη ώστε να επιτευχθεί η ευημερία των λαών.
Κατευθυντήριοι άξονες σε αυτή την προοπτική είναι οι αρχές της καλής γειτονίας, της συνεργασίας και της συνεννόησης καθόσον αυτές οι αρχές αποτελούν τα εχέγγυα ενός σταθερού περιβάλλοντος για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
Τα κύρια ζητήματα που χρήζουν αξιολόγησης αλλά και προσπάθειας υλοποίησης είναι η αναγνώριση του διεθνούς δικαίου, το απαραβίαστο των συνόρων, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο σεβασμός των μειονοτήτων. Η δε πολιτική σταθερότητα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για οποιασδήποτε μορφής άλλη ανάπτυξη.
Η χώρα μας έχει πρωτοστατήσει στην εκπόνηση εθνικού προγράμματος ανασυγκρότησης των Βαλκανίων, προωθώντας μέτρα στους τομείς της πληροφόρησης, της χρηματοδότησης αλλά και ασφάλισης των επενδύσεων, για να στηρίξει τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να επενδύσουν στα Βαλκάνια.
Υπάρχουν όμως συσσωρευμένα προβλήματα δομής και οργάνωσης των υπό ανάπτυξη οικονομιών των γειτονικών χωρών, όπως το αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον, το ανομοιογενές νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, το μη εκσυγχρονισμένο τραπεζικό σύστημα, η έλλειψη οργανωμένων κεφαλαιαγορών καθώς και η σαθρή δημόσια διοίκηση, στοιχεία που αποτελούν τροχοπέδη στις διαδικασίες ανάπτυξης και των επιχειρηματικών συνεργιών.
Κορωνίδα όμως όλων των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων αποτελεί η δικαιοπολιτική εκπροσώπηση των λαών των Βαλκανίων τόσο απέναντι σε εξωτερικούς διεθνείς ή και περιφερειακούς φορείς, όσο και μέσα στους κόλπους των Βαλκανικών Χωρών, εγκαθιδρύοντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και για την κατοχύρωση του ρόλου των δικαστικών λειτουργών και των νομικών συμπαραστατών.
Στο σημείο αυτό λοιπόν καθίσταται καθοριστικός ο ρόλος των Βαλκανίων Νομικών, καθόσον ως διεθνής οργανισμός με χαρακτήρα μη κυβερνητικής οργάνωσης και με σκοπούς την εδραίωση κράτους δικαίου στην περιοχή, την αποκατάσταση της ασφάλειας, της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και της ορθής λειτουργίας του χώρου της δικαιοσύνης, μπορεί και πρέπει να φροντίσει για την εδραίωση πλαισίου ασφαλείας στην περιοχή, βάσει των αρχών του απαραβίαστου των συνόρων και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου.
Ως ένωση νομικών με ιδιαίτερο αισθητήριο και άποψη επί των επίμαχων νομικών θεμάτων, θα μπορέσει να προασπίσει τον εκδημοκρατισμό των χωρών της περιοχής, μέσω της ενίσχυσης των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών και του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με λόγο ο οποίος θα έχει ιδιαίτερη απήχηση στους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η βαλκανική ομοσπονδία δικηγόρων θα μπορέσει να επηρεάσει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με την περιφερειακή συνεργασία και την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος σε ολόκληρη την περιοχή.
Επιπλέον, το νέο όργανο το οποίο γεννιέται σ’ αυτό το Συνέδριο, οφείλει και μπορεί να αποτρέψει την σύγχρονη τάση αλλαγής της δομής του Διεθνούς Δικαίου, εφιστώντας την προσοχή των διεθνών οργανισμών στα καίρια προβλήματα. Δυστυχώς η νομική κοινότητα γίνετε μάρτυρας της φαλκίδευσης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, που από ένας κώδικας αρχών και συμβάσεων γίνεται ένας κώδικας κυνισμού. Οι κανόνες δικαίου αντικαθίστανται από διαδικασίες διεθνούς συναλλαγής, οι οποίες εγκυμονούν συνθήκες διεθνούς βαρβαρότητας, αποσταθεροποίησης και αστάθειας.
Στις αρχές της νέας χιλιετίας, η διεθνής πραγματικότητα επιβεβαιώνει την αγωνία του απλού πολίτη ότι οι διακηρύξεις και οι αρχές του ΟΗΕ αλλά και της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν γίνονται σεβαστές στην πράξη από τους ίδιους τους θεσμικούς θεματοφύλακες των αρχών αυτών. Ιδιαίτερα στα Βαλκάνια γίναμε όλοι μάρτυρες των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των εκκαθαρίσεων των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, των επιθέσεων εναντίον αμάχων, της καταστροφής πόλεων και υλικοτεχνικών υποδομών, του αφανισμού των μνημείων της πολιτισμικής κληρονομιάς, της μόλυνσης του περιβάλλοντος.
Οι Βαλκάνιοι Νομικοί, εκφραστές των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών αρχών μιας ευνομούμενης κοινωνίας, θα πρέπει να αποτελέσουν την φωνή των βαλκανικών λαών στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, που θα προασπιστούν τις κλασσικές βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου, που στηρίζεται στο Δίκαιο και την διπλωματία και καταδικάζει τον πόλεμο ως στρατηγική για την επίλυση των όποιων διαφορών, την χρήση βίας ως επιστέγασμα εντάσεων και τον οικονομικό εκβιασμό ως πίεση για την χειραγώγηση και τον έλεγχο των κυβερνήσεων.
Η διεθνής κοινότητα μπορεί και πρέπει να ενδιαφέρεται και να επεμβαίνει για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων, αλλά θα πρέπει να εκδηλώνει την παρέμβασή της με νόμιμο τρόπο, συντεταγμένα στα πλαίσια των διεθνών συνθηκών και οργανισμών. Μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον αυτό ήταν προσχηματικό, επιλεκτικές οι αποφάσεις και αθέμιτες έως παράνομες οι επεμβάσεις. Εδώ λοιπόν καθίσταται αναγκαίος ο ουσιαστικός ρόλος των βαλκανίων νομικών, έτσι ώστε η προστασία των μειονοτήτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να γίνεται από τους διεθνείς οργανισμούς με εγγυήσεις, οι οποίες να διασφαλίζουν την φερεγγυότητα, την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα του Διεθνούς Δικαίου και των ιδίων των Οργανισμών αυτών.
Ο ΟΗΕ δεν έχει πια το κύρος, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα του παρελθόντος καθώς δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αντικειμενική διαδικασία και τον αξιόπιστο και αποτελεσματικό σεβασμό των αποφάσεών του, και ως εκ τούτου περιθωριοποιείται με αποτέλεσμα να παίζει από ουδέτερο ως αρνητικό ρόλο στο ιστορικό «γίγνεσθαι» προκαλώντας την χλεύη των κατοίκων της περιοχής. Η δε Ε.Ε. παρακολουθεί στωικά και καλύπτει σιωπηρά μεθοδεύσεις και πρακτικές, οι οποίες ανατρέπουν τον νομικό πολιτισμό, το σύστημα αξιών και αρχών στο οποίο στηρίζεται η εφαρμογή του Δικαίου, χωρίς να επεμβαίνει δυναμικά και ουσιαστικά προς την επίλυση των προβλημάτων της περιοχής και την ανάκαμψη της προόδου.
Η βαλκανική ομοσπονδία νομικών θα πρέπει, για να μην καταστεί άλλος ένας μη κυβερνητικός περιφερειακός, αδρανής και αναποτελεσματικός οργανισμός, να παρέμβει σε όλα τα διεθνή fora, προκειμένου να κατασταλεί η επικράτηση των δογμάτων του πολιτικού αμοραλισμού, του κυνισμού της παγκοσμιοποίησης και της τυφλής εφαρμογής επιχειρησιακών σχεδίων των κυρίαρχων κέντρων λήψης αποφάσεων, που στοχεύουν στον εξανδραποδισμό των λαών, στην σύληση των εθνικών πηγών πλούτου και στην πολιτικοοικονομική χειραγώγηση των εθνοτήτων.
Λόγου χάρη, σε ότι αφορά το Διεθνές Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, που ιδρύθηκε το 1993, με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, σύμφωνα με το κεφάλαιο 7 του Χάρτη του ΟΗΕ για περιπτώσεις επιθετικών πολέμων, απειλής κατά της ειρήνης ή διατάραξης της ειρήνης, θα μπορούσαν και θα έπρεπε οι Βαλκάνιοι Νομικοί να επισημάνουν και να επιδιώξουν την εξάλειψη βασικών τρωτών σημείων του που θίγουν, εν τέλει, την ίδια τη νομιμότητά του. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτό ιδρύθηκε από πολιτικό όργανο, το Συμβούλιο Ασφαλείας, ως Ειδικό Δικαστήριο, και αποτελεί παραπληρωματικό όργανο του Συμβουλίου Ασφαλείας, άρα υφίσταται πρόβλημα, ως προς την διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Ένα άλλο ουσιαστικό πρόβλημα που υφίσταται και χρήζει επισημάνσεως, είναι αυτό της έλλειψης προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών, αφού αυτοί εκλέγονται μεν από την Γενική Συνέλευση, αλλά από κατάλογο που καταρτίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας, δηλαδή στην πραγματικότητα, πρόκειται για προεπιλογή και σαφή υπόδειξη των υποψηφίων δικαστών από το τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, οι επιλεγέντες δικαστές απολαμβάνουν της εγκρίσεως και είναι της αρεσκείας των Συμβουλίου Ασφαλείας, η σύνθεση του οποίου είναι γνωστή.
Περαιτέρω, το δικαστήριο αυτό, συστήθηκε ως ad hoc δικαστήριο το 1993, για τα εγκλήματα που τελέστηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία από το 1991 και μετά. Δικάζει δηλαδή συμπεριφορές και πράξεις που ποινικοποιήθηκαν ex post facto. Ενώ λοιπόν συστήθηκε ως δικαστήριο για περιορισμένο φάσμα πράξεων που τελέστηκαν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, υποκαθιστώντας έτσι τις εθνικές δικαστικές αρχές των κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, καθόσον αυτές υπολειτουργούσαν και είχαν καταλυθεί την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, επεκτάθηκε τελικά η αρμοδιότητά του και σε άδικες πράξεις που τελέστηκαν στο Κόσοβο, σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της σύστασης του Δικαστηρίου, για άδικες πράξεις δηλαδή κατά της ανθρωπότητας και για εγκλήματα πολέμου που τελέστηκαν μεν στην ίδια γεωγραφική περιοχή αλλά ανήκουν σε άλλο ιστορικό και χρονικό πλαίσιο.
Και ναι μεν η υποκατάσταση των εθνικών δικαστικών αρχών είναι θεμιτή και ανεκτή για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όσο δηλαδή δεν υπάρχουν ή δυσλειτουργούν οι εθνικές δικαστικές αρχές, σύμφωνα πάντα με τον Χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος δικαιολογεί επέμβαση σε περίπτωση κατεπείγοντος, εν προκειμένω όμως, η έννοια του κατεπείγοντος και η κατάλυση των εθνικών δικαστηρίων ως διαρκές και ενιαίο γεγονός, δεν υφίστανται πλέον, άρα η συγκεκριμένη δικαιοδοσία, πάσχει νομιμότητας.
Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαδραματίστηκαν το 1999, αρκετά χρόνια δηλαδή μετά τα γεγονότα του 1991, τα οποία εξάλλου πηγάζουν από άλλη ιστορική και πολιτισμική αιτία. Ο μοναδικός κοινός άξονας λοιπόν της τοπικής συνάφειας, δεν αρκεί για την επέκταση της αρμοδιότητας και της νομιμοποίησης του εν λόγω Δικαστηρίου, ούτε άλλωστε χωρεί η υπόνοια αρμοδιότητάς του εσαεί για όσες τυχόν άλλες άνομες πράξεις μέλλουν να τελεστούν στα εν λόγω εδάφη.
Οι Βαλκάνιοι Νομικοί λοιπόν οφείλουν να αντιστρατεύονται κάθε προοπτική αναβίωσης βαρβαροτήτων, με όποιον μανδύα και αν επενδύονται για να διασκεδάσουν τον προβληματισμό ή την αγανάκτηση που σήμερα προκαλούν στη διεθνή κοινότητα. Οφείλουν να επηρεάσουν την διεθνή κοινότητα προκειμένου να εγκαταλείψει τις πολιτικές του εφησυχασμού και τις δήθεν ρεαλιστικές προσαρμογές. Οφείλουν να διεκδικήσουν, εκφράζοντας την συνείδηση των Βαλκανικών λαών, περισσότερη συνέπεια στην εφαρμογή των βασικών αρχών του Διεθνούς δικαίου ως πηγή εγγύησης για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών και επίλυσης με πολιτικά μέσα των υπαρκτών προβλημάτων.
Ιδιαίτερα δε οφείλουν να παρέμβουν στα πλαίσια των θεσμών και των οργάνων της Ε.Ε., ώστε αυτή να κατανοήσει τον ιστορικό ρόλο που διαδραματίζει επί της Ευρώπης και εντός της Ευρώπης και να παύσει να συνεργεί και να προσυπογράφει τέτοιες μεθόδους, οι οποίες δεν μπορούν να έχουν τη δημοκρατική, την ανθρωπιστική και εν τέλει την ιστορική τους νομιμοποίηση.
Οι δε κυβερνήσεις των κρατών, να καταλάβουν ότι δρώντας έτσι, οδηγούν στον πολιτικό σκοταδισμό, στην οικονομική οπισθοδρόμηση και στην πολιτιστική αποστέωση την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, που αποτελεί γεωστρατηγικά ίσως το σημαντικότερο κομμάτι της Ευρώπης .
Εμείς λοιπόν οι Βαλκάνιοι Νομικοί, οφείλουμε να επαγρυπνούμε και να ξεκαθαρίσουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι Δικαιοσύνη, Ειρήνη και Ανάπτυξη αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις ώστε όλοι οι λαοί στα Βαλκάνια να ζουν με περισσότερη ασφάλεια και ευημερία. Μόνο έτσι οι χώρες μας θα μεταβούν από μια περιοχή συγκρούσεων, εντάσεων και ανέχειας σε ένα πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό χώρο που συμμετέχει στην διεθνή σκηνή με αρχές ισονομίας και ισοπολιτείας.