ΕΞΩΧΩΡΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ – NAYΤΙΛΙΑ – ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣH ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η εποχή που ορισμένες μόνο χώρες έφεραν το στίγμα ότι αποτελούσαν το κέλυφος της διεθνούς οργανωμένης οικονομικής εγκληματικότητας και των εγκληματικών οργανώσεων είναι πια παρελθόν. Εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία παρατηρείται η πολυεπίπεδη και πολυμορφική εξάπλωση σε όλο τον πλανήτη μιας διεθνούς εγκληματογόνου δράσης, η οποία εξαπλώνεται σαν ιός παντού, διαχέεται δε χωροταξικά σε πολλές χώρες στην αλλοδαπή, προκειμένου να ανεύρει συμμετόχους και συνθήκες πρόσφορες για την ξέφρενη ανάπτυξη της.
Η τάση της οργανωμένης εγκληματικότητας να κατευθύνεται προς το εξωτερικό, η ανάγκη της για νέους ορίζοντες, αναλύεται σε αίτια που αφορούν στην παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών.
Η γενίκευση των συναλλαγών, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας στους κόλπους της ΕΕ, ατόμων, προϊόντων και κεφαλαίων, νομίμων και παρανόμων, αυτή η κινητικότητα που διευκολύνθηκε από την κατάργηση των συνόρων μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου καθώς και η ηλεκτρονική επανάσταση που καθιστά δυνατή την άϋλη μεταφορά κεφαλαίων σε δευτερόλεπτα, έχουν συντείνει καθοριστικά στην διόγκωση των διαστάσεων του φαινομένου.
Οι ίδιοι οι εγκληματίες επιζητούν την διεθνοποίηση της παραβατικής τους συμπεριφοράς, προκειμένου να διαφύγουν από τα δίχτυα της δικαιοσύνης και να επωφεληθούν από το στοιχείο της «αλλοδαπότητας», συχνά συνώνυμο της ατιμωρησίας, εξαιτίας της δυσχερούς άσκησης δίωξης και καταδίκης που μοιραία αυτή συνεπάγεται.
Αυτή η επιμελημένη επιλογή του τόπου τέλεσης του εγκλήματος, εκπορεύεται από μια συγκεκριμένη και όχι τυχαία βούληση και φέρει την ονομασία διεθνώς «Jurisdiction Shopping» ή αλλιώς «Forum Shopping».
Στο απόγειο φυσικά του ενδιαφέροντος της έξω-συνοριακής δραστηριότητας των εγκληματικών οργανώσεων βρίσκονται τα οικονομικά εγκλήματα.
Στόχος του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι πλέον αποκλειστικά η εξασφάλιση οικονομικών πόρων και εύκολου κέρδους προς άμεση κατανάλωση. Αυτό το τελευταίο έχει αποκτήσει πια χαρακτήρα διφυή, γεγονός που το καθιστά το ισχυρό εργαλείο των εγκληματικών αυτών οργανώσεων. Ναι μεν η απόκτηση εύκολου κέρδους εξακολουθεί να αποτελεί αυτοτελή σκοπό, αλλά παράλληλα αναπτύσσεται και σε μέσο για την ανάπτυξη και την εξάπλωση της εγκληματικής δραστηριότητας διαμέσου της αποσταθεροποίησης και της διαφθοράς της πολιτικής ζωής και των επενδύσεων παρανόμων κεφαλαίων στις οικονομικές συναλλαγές.
Στις μέρες μας, η έννοια του ξεπλύματος κεφαλαίων ορίζεται νομικά από τα διεθνή κείμενα, πρωτοπόρος των οποίων είναι η Σύμβαση της Βιέννης του 1988, η οποία υποχρέωσε τα κράτη – μέλη να ποινικοποιήσουν στο εσωτερικό τους δίκαιο το ξέπλυμα κεφαλαίων προερχομένων από το εμπόριο ναρκωτικών.
Πιο πρόσφατη όμως, η κοινοτική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθμ. 308 της 10ης Ιουνίου 1991, επέκτεινε την ποινικοποίηση σε κεφάλαια προερχόμενα από οποιοδήποτε προγενέστερο αδίκημα, ενώ η οδηγία 97/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, τροποποίησε την ως άνω οδηγία, επεκτείνοντας την έννοια της παράνομης δραστηριότητας και ορίζοντας την ως κάθε είδους παράνομη ανάμειξη στη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος.
Ως σοβαρό έγκλημα δε όρισε τουλάχιστον και μεταξύ άλλων: τις δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων, την απάτη για την προστασία των συμφερόντων της ΕΕ, τη δωροδοκία, και το αδίκημα που μπορεί να αποφέρει ουσιώδεις προσόδους και το οποίο τιμωρείται στο κράτος μέλος με σοβαρή ποινή φυλάκισης.
Επίσης, η ως άνω οδηγία, επιβάλλει την υποχρέωση ‘’κατάδοσης’’ του πελάτη στις αρχές με βάση απλή υπόνοια περί διαπράξεως ξεπλύματος χρημάτων πέραν των πιστωτικών ιδρυμάτων και στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, στους ελεγκτές, λογιστές, φορολογικούς συμβούλους, κτηματομεσίτες, συμβολαιογράφους, και δικηγόρους, όταν ενεργούν για λογαριασμό του πελάτη εμπορικού και οικονομικού περιεχομένου πράξεις ή αγοραπωλησίες ακινήτων.
Συνοψίζοντας το νόημα του μακροσκελούς και λεπτομερούς ορισμού της κοινοτικής οδηγίας όπως ισχύει σήμερα στο Ν.2331/1995, θα λέγαμε ότι η αξιόποινη αυτή συμπεριφορά, δηλαδή το ξέπλυμα χρήματος, στοχεύει στην απόκρυψη της παράνομης προέλευσης ενός προϊόντος έτσι ώστε να επιτρέψει στον δράστη να ενεργήσει δήθεν σε πλήρη νομιμότητα για να εισπράξει τους «καρπούς» του, δηλαδή τα χρήματα, προκειμένου να τροφοδοτήσει έτσι άλλες εγκληματικές ή μη, δραστηριότητες.
Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος αποτελεί λοιπόν αναπόσπαστο στοιχείο της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος και όχι μόνο ένα απλώς νευραλγικό σημείο στην πολεμική κατά των εγκληματικών οργανώσεων. Όμως, η παράνομη αυτή συμπεριφορά, δεν είναι προσφιλής μόνο σε οργανωμένα κυκλώματα εγκληματιών. Δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις μεμονωμένων δραστών που ενεργούν αυτοτελώς, νομιμοποιώντας τα έσοδα από την παράνομη δράση τους.
Οι παραβάτες που καταφεύγουν κατά βάση σε αυτόν τον τύπο αντικανονικής συμπεριφοράς προέρχονται από την κατηγορία των εγκληματιών του «λευκού κολάρου» κατά το χαρακτηρισμό του E.Sutherland το 1939. Στην πράξη αυτή θα προβεί κατά κύριο λόγο, άτομο υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου που θα παραβιάσει ενδεχομένως τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις κατά τρόπο μελετημένο και συγκαλυμμένο, έτσι ώστε να εξασφαλίσει την απόλυτη ατιμωρησία αυτού ή του συνεργού του.
Το στοιχείο όμως που προσδίδει ιδιαιτερότητα στο αδίκημα αυτό είναι ο διεθνής χαρακτήρας του. Ο διεθνής χώρος δεν εξαντλεί την λειτουργία του σε καταφύγιο των δραστών, αλλά αποτελεί και ορμητήριο των δραστών, αφού το παράνομο χρήμα κάνει στάσεις στους «φορολογικούς παραδείσους» μέσα σε πολυτελείς «βιτρίνες» υπεράκτιων εταιρειών.
Το δόλωμα λοιπόν για τους δράστες, είναι οι φορολογικοί και ποινικοί παράδεισοι. Εκεί ανθούν οι εξωχώριες αυτές εταιρείες, η δημοτικότητα των οποίων αυξάνει καθημερινά, κυρίως για τη φοροαποφυγή, που επιτυγχάνεται μέσω αυτών, αλλά και γιατί αποτελούν το οικόσημο του σύγχρονου και επιτυχημένου επιχειρηματία. Οι εξωχώριες ή αλλιώς υπεράκτιες εταιρείες είναι πολύ συχνά, και ένα από τα τελειότερα καταφύγια του βρώμικου χρήματος αλλά και η τέλεια κάλυψή του, κατά τη διαδικασία ανακύκλωσης και επανένταξής του στις νόμιμες διαδικασίες.
Η χρησιμότητά τους λογίζεται απαράμιλλη κατά τη φάση της τοποθέτησης του βρώμικου χρήματος στο λογαριασμό μιας τέτοιας εταιρείας μέσω της πληρωμής εικονικού υπερτιμολογημένου φορολογικού στοιχείου, αλλά και κατά την τελευταία φάση του ξεπλύματος, δηλαδή αυτή της ενσωμάτωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ευκταίο και πολυπόθητο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με την οικονομική ή εμπορική δραστηριοποίηση της εν λόγω εταιρείας και την επένδυση των εν λόγω χρημάτων.
Ιδιαίτερα σημαντικά οφέλη φαίνεται να αποκομίζει από την διάρθρωση της υπεράκτιας οικονομίας ο τομέας της ναυτιλίας. Σημαντικότατος αριθμός των υπεράκτιων οικονομικών παραδείσων αποτελεί παραδοσιακά τη γη της επαγγελίας για τις εταιρείες που ασχολούνται με την παραδοσιακή ναυτιλία αλλά και τη ναύλωση και ενοικίαση σκαφών, προσφέροντας τεράστια φορολογικά οφέλη και ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση στις εταιρείες αυτές.
Συχνά σε τέτοιες εταιρείες βρίσκουν φιλοξενία πλοία με σημαία ευκολίας, που δεν είναι άλλοι από κάποιους φορολογικούς παραδείσους. Τις περισσότερες φορές η έδρα της ναυτιλιακής εταιρείας συμπίπτει με τη σημαία της χώρας που φέρει το πλοίο, και πρόκειται για χώρα όπου καταβάλλεται ένα ετήσιο κόστoς (annual tax duty) τόσο για την εταιρεία όσο και για το πλοίο (registration fee), χωρίς να φορολογείται για τα έσοδα από τους ναύλους που εισπράττει η πλοιοκτήτρια εταιρεία.
Στους φορολογικούς αυτούς παραδείσους, δεν υπάρχει υποχρέωση της εταιρείας να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις, ούτε να συντάσσει ισολογισμούς και να υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος. Με πολύ απλά λόγια, δεν υποχρεούται να δηλώνει ούτε τα έσοδα της αλλά δεν ελέγχεται καν για τα τιμολόγια που εκδίδει, εάν τα ποσά είναι αληθή, ή ουσιωδώς υπερτιμολογημένα, εάν εισπράττει τους αναγραφόμενους στα τιμολόγια της ναύλους, ή εάν νομιμοποιεί υπό το πέπλο εικονικού τιμολογίου έναντι ναύλου για μεταφορά που είτε έγινε είτε δεν έγινε παρανόμως εξαγχθέν χρήμα.
Οι εταιρείες αυτές, αντλούν την ονομασία τους από το γεγονός ότι πρόκειται για εταιρείες που «κάθε εμπορική, οικονομική ή άλλη συναλλαγή, πρέπει να πραγματοποιείται έξω από το έδαφος της χώρας σύστασης της εταιρείας, ανήκουν σε αλλοδαπούς, μη κατοίκους του τόπου ίδρυσης, και διευθύνονται από κατοίκους χώρας άλλης από τον τόπο σύστασης της εταιρείας».
Παρέχοντας το καταπληκτικό προνόμιο της διατήρησης στη σκιά της ανωνυμίας του πραγματικού μετόχου, με την έκδοση ανώνυμων μετοχών, τηρουμένων από πληρεξουσίους δικηγόρους ή θεματοφύλακες, ή με την απλή παράδοση των μετοχών στον πραγματικό δικαιούχο, αλλά και με τη δυνατότητα ίδρυσης της εταιρείας με έναν και μόνο μέτοχο, καθώς και με την μη φορολόγηση των εισοδημάτων που αποκτώνται στο εξωτερικό, οι εταιρείες αυτές αποτελούν θέλγητρο στα μάτια κάθε εγκληματία, πολύ περισσότερο δε, αυτών που εμπίπτουν στην κατηγορία των εγκληματιών του «λευκού κολάρου», οι οποίοι ως εκ της δραστηριοποίησής τους στο χώρο της αγοράς και της οικονομίας, καταγίνονται αναγκαία με τις σύγχρονες μορφές συναλλαγών και επενδύσεων.
Περαιτέρω, οι εταιρείες αυτές συστήνονται κατά βάση στα κέντρα offshore, ή αλλιώς στους «φορολογικούς παραδείσους», οι οποίοι απαιτούν ελάχιστες διατυπώσεις για τη σύσταση της εταιρείας, αλλά και έχουν θεσμοθετήσει ελάχιστες διαδικασίες ή όργανα για τον έλεγχο των εταιρειών αυτών. Δηλαδή, αφενός σε κάποιους εξ αυτών δεν καταχωρούνται οι εταιρείες σε δημόσια μητρώα ανωνύμων εταιρειών, ή σε αντίστοιχα με το δικό μας Επιμελητήρια, και κυρίως δεν τηρούνται από αυτά ακόμα και όταν υπάρχουν, τα στοιχεία των πραγματικών μετόχων. Περαιτέρω, οι εταιρείες δεν υποχρεούνται σε όλους τους φορολογικούς παραδείσους σε σύνταξη ισολογισμού και σε δήλωση εισοδημάτων στην τοπική εφορία, αφού στην πλειονότητά τους, δεν επιβάλλουν φόρους αλλά και οι εταιρείες δεν αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τόπο σύστασής τους.
Αλλά ίσως το σημαντικότερο όλων είναι ότι, οι εταιρείες αυτές ανθούν σε τόπους όπου το τραπεζικό απόρρητο συνιστά ακόμα την αδιάρρηκτη ασπίδα των ιδιωτικών συμφερόντων και η δικαστική συνδρομή μεταξύ των διωκτικών αρχών του κράτους ίδρυσης της εταιρείας με αυτές ομολόγων κρατών, δεν υπάρχει.
Η εφαρμογή του ρυθμιστικού περιεχομένου συμβάσεων, όπως αυτής του Στρασβούργου του 1990 για τη δήμευση και κατάσχεση των προϊόντων του εγκλήματος και των εργαλείων του «ξεπλύματος», είναι επιεικώς «εξωπραγματική» για τις έννομες ή μάλλον, για τις οικονομικές αυτές τάξεις, που ακόμα και αν την έχουν υπογράψει, απέχουν μίλια από την κύρωσή της.
Σημαντικότερο πλεονέκτημα όλων όμως, παραμένει η διασφαλισθείσα ανωνυμία του μετόχου, η έλλειψη υποχρέωσης εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και οργανισμών, οι χαλαρές ή ανύπαρκτες ποινικές και κατασταλτικές του αδικήματος και των παραμέτρών του, ρυθμίσεις.
Οι χαρακτηριστικότεροι φορολογικοί παράδεισοι που παρέχουν τόσο έδρα όσο και σημαίες ευκολίας στις ναυτιλιακές εταιρείες είναι ο Παναμάς, η Λιβερία, οι Βερμούδες, τα Μάρσαλ Αϊλαντς, το Γιβραλτάρ, το Isle of Man.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι τα διεθνή κείμενα για την καταστολή της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, αφήνουν τη δυνητική ευχέρεια στα κράτη που υιοθετούν το περιεχόμενό τους, να ποινικοποιούν ή μη την εν λόγω συμπεριφορά, αναλόγως του από ποιο προγενέστερο αδίκημα προέρχεται το βρώμικο χρήμα, δημιουργώντας έτσι μια πλουραλιστική κατασταλτική πολιτική σε σχέση με το ποιο είναι εν τέλει το βρώμικο χρήμα.
Έτσι, υπογραμμίζουμε ότι πολλά κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία, Ισπανία) δεν επέλεξαν τη λύση της γενικής ποινικοποίησης, καταρτίζοντας έτσι αυστηρά συγκεκριμένο κατάλογο των παραβάσεων από τις οποίες προκύπτει το βρώμικο χρήμα, όπως έκανε η Ελλάδα (στον οποίο κατάλογο μέχρι σήμερα, δεν περιλαμβάνεται η φοροδιαφυγή). Αντίθετα, άλλα κράτη μέλη (Γαλλία, Βέλγιο) υιοθέτησαν την νομοθετική επιλογή της ποινικοποίησης του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος προερχόμενου από οποιοδήποτε προγενέστερο αδίκημα–«δορυφόρο», άρα και το ξέπλυμα κεφαλαίων που προέρχονται από τη φοροδιαφυγή.
Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι το σχέδιο νόμου για την τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν.2331/1995, για την ενσωμάτωση της οδηγίας 97/2001, το οποίο απεστάλη στους αρμόδιους φορείς στις 26.05.2005, με καθυστέρηση 4 χρόνων και βρίσκεται στη φάση της εκ νέου επεξεργασίας μετά την απόλυτη αντίθεση των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, θεωρεί ως εγκληματική δραστηριότητα από την οποία μπορεί να προκύψει παράνομο περιουσιακό όφελος και κάθε πλημμεληματική πράξη, η οποία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών, από την τέλεση της οποίας προκύπτει περιουσιακή ωφέλεια αξίας 4.000 ευρώ. Φαίνεται ότι το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών συζητά την περίπτωση η ελάχιστη ποινή φυλάκισης να ορισθεί στους 6 μήνες και η περιουσιακή ωφέλεια να κυμανθεί από 10.000 έως 15.000.
Εξάλλου, το Συμβούλιο της Ε.Ε. με την Κοινή Δράση της 03.12.1998, προσδιορίζει την έννοια του σοβαρού εγκλήματος ως το έγκλημα το οποίο τιμωρείται με στέρηση της ελευθερίας κατά κατώτατο όριο άνω των 6 μηνών.
Είναι σαφές λοιπόν ότι από τη διάταξη αυτή, νοείται πλέον ως εγκληματική ενέργεια και η φοροδιαφυγή, που έως τώρα δεν ενέπιπτε στο γράμμα του νόμου κατά το ελληνικό δίκαιο, ανοίγοντας απεριόριστα τη βεντάλια των υπολόγων για ξέπλυμα αλλά και των επαγγελματιών, μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, που υποχρεούνται να καταδώσουν άτομα που καταφεύγουν στις συμβουλές τους, καταλύοντας έτσι την πάγια αρχή της εμπιστευτικότητας και του απόλυτου επαγγελματικού απορρήτου.
Ήδη, στις 07.06.2005 υιοθετήθηκε από το ECOFIN (Συμβούλιο Υπουργών Ευρώπης) η 3η οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία, επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, δικηγόροι, λογιστές, κτηματομεσίτες καζίνο κ.α., που πληρώνονται τις μετρητοίς για αγαθά ή υπηρεσίες τους αξίας άνω των 15.000 ευρώ, θα πρέπει να στοιχειοθετούν την ταυτότητα των πελατών τους, τόσο φυσικών όσο και νομικών προσώπων.
Καθίσταται πλέον δυσχερής η ενάσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου, ενόψει της νέας κοινοτικής οδηγίας και του υπό ψήφιση νομοσχεδίου για την συμπλήρωση και τροποποίηση του ν. 2331/1995, αφού θα οφείλει να αναφέρει τον πελάτη του, εταιρεία ή φυσικό πρόσωπο για κάθε υπόνοια τυχόν υπερτιμολόγησης και πληρωμής εικονικού τιμολογίου, που πλέον θα εμπίπτει στο γράμμα του νόμου, σύστασης ή συμμετοχής σε υπεράκτια εταιρεία, κατοχής χρημάτων των οποίων η προέλευση είναι αμφίβολη και ενδεχόμενα σχετίζεται με φοροδιαφυγή.
Εάν ο δικηγόρος ενεργήσει κατ’ εντολή του πελάτη του μια εκ των παραπάνω ενεργειών, ή ακόμη περισσότερο, εάν παράσχει συμβουλές για οικονομικού χαρακτήρα συναλλαγές (εμπορικού, φορολογικού, ναυτικού δικαίου), θα μπορεί να διώκεται ως συνεργός ξεπλύματος βρώμικου χρήματος σε βαθμό κακουργήματος. Το πλαίσιο της υποχρέωσης αυτής άρσης του επαγγελματικού απορρήτου καθίσταται ακόμη πιο ασαφές από την αόριστη και για το λόγο αυτό επικίνδυνη αναφορά του νόμου, σε «σοβαρές υπόνοιες» σε βάρος του πελάτη.
Σε κάθε περίπτωση, ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να αναφέρει τις «ύποπτες συναλλαγές» σε ειδική επιτροπή που θα συγκροτηθεί στον Δ.Σ.Α. και θα λειτουργεί για όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, η Επιτροπή αυτή θα διαβίβαζε απλώς τις καταγγελίες στην Επιτροπή του άρθρου 7 του Ν. 2331/1995. Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων που πραγματοποιούνται με το Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών φαίνεται ότι το Υπουργείο είναι διατεθειμένο να αποδεχτεί την ουσιαστική λειτουργία της Επιτροπής του Δ.Σ.Α., η οποία θα εξετάζει και θα φιλτράρει τις καταγγελίες των δικηγόρων, και θα διαβιβάζει στην Επιτροπή του αρ. 7, τις υποθέσεις που έχουν στοιχειοθετηθεί.
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο προβλέπει μάλιστα, καθ’ υπέρβασιν της οδηγίας ειδικά για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής, λαθρεμπορίας και άλλα αδικήματα της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, ειδική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων είναι αρμόδια για την παραπομπή στην δικαιοσύνη υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων, ενώ οι ΔΟΥ και τα άλλα ελεγκτικά κέντρα υποβάλλουν αναφορές για τις υποθέσεις που ερευνούν στην Επιτροπή του άρθρου 7.
Με τον τρόπο αυτό, εκτός του ότι διευρύνονται σημαντικά οι πράξεις που συνιστούν εγκληματική δραστηριότητα και αποτελούν τα βασικά εγκλήματα του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος, ανακαλύπτονται και νέα εγκλήματα όπως το «αδίκημα της φοροαποφυγής» καταστρατηγώντας έτσι κάθε έννοια συνταγματική έννομης τάξης.
Το ζήτημα γίνεται λοιπόν φλέγον καθόσον, είναι γνωστό «τοις πάσι» ότι η πιο διαδεδομένη και απτή λειτουργία των εξωχώριων εταιρειών είναι αυτή της φοροαποφυγής, εξαιτίας του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που τις διέπει. Έτσι σε πολλές χώρες, σε λίγο και στη δική μας, η διέλευση μέσω των εταιρειών offshore του κέρδους από τη φοροδιαφυγή, αλλά και η φοροαποφυγή που επιτυγχάνεται μέσω αυτών, θα συνιστά βρώμικο χρήμα, του οποίου πρέπει να περιορίζεται η κυκλοφορία.
Δεν θα πρέπει δε να παραβλέψουμε το γεγονός, ότι η αξιοποίηση της υπεράκτιας οικονομίας δίνει πολλές φορές τη δυνατότητα, ειδικά στον τομέα της ναυτιλίας, συσσώρευσης κεφαλαίων, τα οποία επανεπενδύονται με ευνοϊκούς όρους και αξιοποιούνται στην αναπτυξιακή προοπτική της ίδιας της ναυτιλίας, η οποία αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό, παραδοσιακά, οικονομικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.
Εφιαλτικές όμως διαστάσεις προσλαμβάνει η νέα διάταξη του άρθρου 5 του νομοσχεδίου με την οποία τροποποιείται το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 ως προς την τύχη της υπόλοιπης περιουσίας του υπαιτίου της πράξης «ξεπλύματος» (πλην της περιουσίας που τυχόν κατασχέθηκε και σχετίζεται με την πράξη του), και υπόκειται και αυτή σε δήμευση, με αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, καλουμένου του υπαιτίου να αποδείξει τη νομιμότητα κτήσης αυτής της «περιουσίας», με δεδομένη την απλοποίηση των προϋποθέσεων που εισάγει ο νέος νόμος, έναντι των αυστηρότερων όρων που έθετε ο παλαιός νόμος, αλλά κυρίως με την υπέρμετρη και αφόρητη, πλέον, διεύρυνση της ύλης των βασικών αδικημάτων, οπότε η διάταξη αυτή πλέον μπορεί να εφαρμόζεται για χιλιάδες μικρομεσαίων υποθέσεων.
Το εφιαλτικό αυτό σενάριο αποκτά άμεση σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα και αφορά στην περιουσία του κάθε Έλληνα πολίτη, αφού αυτή απειλείται άμεσα με δήμευση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου αναφέρονται πλέον στα περισσότερα ποινικά αδικήματα, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο και άνω, και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων φορολογούμενων θα τύχει να διαπράξουν ένα από τη σωρεία αυτή των πλημμελημάτων και παράλληλα θα έχουν κάποια περιουσιακά στοιχεία που δεν θα δικαιολογείται η νόμιμη κατοχή τους, με τους όρους φορολογικής εξακρίβωσης του «πόθεν έσχες».
Συμπερασματικά λοιπόν, κρίνοντας την στρατηγική της Ε.Ε. που αφορά στην πάταξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες ενέργειες, παρατηρούμε ότι αυτή έχει χάσει πλέον τον αρχικό αντεγκληματικό προσανατολισμό της, που αφορούσε στην καταστολή των προγενέστερων του ξεπλύματος, σοβαρότατων για τον παγκόσμιο κοινωνικό ιστό εγκλημάτων, όπως το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων ή η τρομοκρατία. Πλέον, θα λέγαμε ότι οι νομοθετούντες τόσο στην Ε.Ε. όσο και στα κράτη μέλη, έχουν προσδώσει μια κοινωνική απαξία στο ξέπλυμα χρημάτων αυτό καθεαυτό, καταφεύγοντας σε μια μαξιμαλιστική ποινικολαγνία κάθε πλημμελήματος από το οποίο μπορεί να προκύψει περιουσιακή ωφέλεια.
Η αποπροσανατολισμένη νομοθετική αυτή στρατηγική, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει επαρκέστερα το πρόβλημα, αλλά συντείνει καθοριστικά στην διεύρυνση της εγκληματικής βάσης, έτσι ώστε εξ αποτελέσματος να λειτουργεί ως προστασία τελικά των επικίνδυνων για την κοινωνία δραστών π.χ. εμπόριο ναρκωτικών, αφού αυτοί παύουν πλέον να αποτελούν τον κεντρικό και μοναδικό στόχο αναζήτησης των διωκτικών αρχών.
Το νομικό status που διαμορφώνει μια σύγχρονη κοινωνία για να προασπίσει αρχές και θεμελιώδη δικαιώματα τα όποια θίγουν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, θα καταντήσει εργαλείο αύξησης της επιβολής των φορολογικών υποχρεώσεων και συλλογής φόρων και εσόδων, στα χέρια των φοροεισπρακτικών μηχανισμών.
Η Ελληνική πολιτεία οφείλει να παίξει πιο ενεργό ρόλο στα πλαίσια της Ε.Ε., προβλέποντας την τυχόν αναντιστοιχία των προβλεπόμενων διατάξεων με την Ελληνική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να μην υποχρεούται να ενσωματώνει εκ των υστέρων αγκομαχώντας διατάξεις μη συμβατές ή και επικίνδυνες για την Ελληνική έννομη και οικονομική τάξη.