Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε χθες, 18.05.2017, στην Αίγλη Ζαππείου η επίσημη έναρξη του προγράμματος με τίτλο «Ευρωπαϊκό Δίκτυο Έγκαιρης προειδοποίησης επιχειρήσεων και 2ης ευκαιρίας στην Ελλάδα», που συνδιοργάνωσαν το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας.
Ομιλία ΓΓ ΟΠΕΜΕΔ , Νικόλα Κανελλόπουλου
Κατ’ αρχήν θα ήθελα να συγχαρώ με τη σειρά μου τους διοργανωτές της σημερινής επιστημονικής εκδήλωσης και ειδικά στο ΙΜΕ ΓΣΕΒΒΕ και στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, για τις συντονισμένες ενέργειές τους για την ενεργοποίηση στη χώρα μας του ευρωπαϊκού δικτύου Early Warning, Έγκαιρης Προειδοποίησης.
Σε μια οικονομία τόσο εύθραυστη όσο η δική μας, με την επιχειρηματικότητα σε συνεχή κι ασφυκτική πίεση, εξ αιτίας της πολυετούς ύφεσης, είναι αναγκαίος ο σχεδιασμός και η υλοποίηση παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών που θα στηρίζουν την επιχείρηση και τον επιχειρηματία.
Η διεθνής συνεργασία στους τομείς της αφερεγγυότητας και των προβληματικών επιχειρήσεων αποκτά έτσι ιδιαίτερη σπουδαιότητα.
Είδαμε σήμερα τη λειτουργία και την προστιθέμενη αξία του Δικτύου Έγκαιρης Προειδοποίησης. Και πολύ σωστά ερχόμαστε τώρα, σε αυτό το πάνελ, να ιχνηλατήσουμε ποιες άλλες πρωτοβουλίες έχει λάβει η Πολιτεία για την άμεση και αποτελεσματική διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους των επιχειρήσεων. Και νομίζω πως ορθά γίνεται πολύς λόγος για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης, αυτόν τον νέο και πολύ σημαντικό θεσμό που μετρά μερικές ημέρες ζωής και μονοπωλεί ήδη και εδώ και μήνες τη συζήτηση στους οικονομικούς και επιχειρηματικούς κύκλους.
Εκπροσωπώντας τον Οργανισμό Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών, θα επιχειρήσω κι εγώ μια πρώτη αποτίμηση του εξωδικαστικού μηχανισμού, από μια άλλη οπτική γωνία, λιγότερο συστημική και περισσότερο ουσιαστική, στον πυρήνα δηλαδή της διαπραγμάτευσης της επιχείρησης με τους πιστωτές της και στη λειτουργία του όλου συστήματος ρύθμισης μακριά από τα δικαστήρια.
Στο σημείο αυτό, αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω τις αναγκαίες συστάσεις για τον Οργανισμό που έχω την τιμή να εκπροσωπώ. Η ιδέα για τη σύσταση του ΟΠΕΜΕΔ γεννήθηκε πριν δύο χρόνια. Στόχος ήταν εξ αρχής να δημιουργηθεί τη δημιουργία μια ευρεία συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων της ελληνικής Οικονομίας και Κοινωνίας, μια θεσμική συμμαχία για τη διαμεσολάβηση.
Ο ΟΠΕΜΕΔ σκοπεύει στη μεγιστοποίηση της προβολής του νέου θεσμού προς τους ίδιους τους αποδέκτες των υπηρεσιών διαμεσολάβησης: τους πολίτες, τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις, κάθε πρόσωπο που αναζητά έναν άλλο δρόμο για αποτελεσματική και ευχερή διευθέτηση των διαφορών που ανακύπτουν.
Ο ΟΠΕΜΕΔ, υπό την εμβληματική προεδρία του κ. Παναγιώτη Πικραμμένου, Προέδρου ΣτΕ ε.τ., στον Οργανισμό συναθροίζει στις τάξεις του εκπροσώπους από όλες τις παραγωγικές τάξεις της χώρας, από τον χώρο της δημιουργίας, της απασχόλησης, του εμπορίου. Είκοσι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς, οι κοινωνικοί εταίροι, οι μεγαλύτεροι επιστημονικοί σύλλογοι και ιδίως οι εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο η ΓΣΕΒΕΕ όσο και το ΕΕΑ έχουν αποφασίσει να συνθέσουν τις δυνάμεις τους για την προώθηση και διάδοση όχι μόνο της διαμεσολάβησης αλλά και κάθε σύγχρονης και εφαρμόσιμης στην Ελλάδα εξωδικαστικής μεθόδου επίλυσης συγκρούσεων, διαφορών και διενέξεων.
Το εγχείρημα αυτής της πρωτότυπης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα θεσμικής συμμαχίας στηρίζεται στην ιδιαίτερη δυναμική που του δίνουν οι εταίροι του. Είκοσι φορείς που στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα:
Η Κοινωνία και η Οικονομία παίρνουν στα χέρια του την υπόθεση «Διαμεσολάβηση στην Ελλάδα».
Με αυτή τη δυναμική, ο ΟΠΕΜΕΔ έχει καταφέρει να αρθρώσει τη δική του φωνή κατά την επεξεργασία προτάσεων για νέες, σύγχρονες, εναλλακτικές μεθόδους διαχείρισης της αφερεγγυότητας αλλά και του συνόλου των υποθέσεων που αφορούν στις σύγχρονες ελληνικές επιχειρήσεις, ειδικά τις μικρομεσαίες που αποτελούν, πράγματι, τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας.
Πρώτα και κύρια στο πεδίο της διαμεσολάβησης.
Εδώ και πέντε χρόνια, η Ελλάδα έχει ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για την εξωδικαστική επίλυση των εμπορικών και αστικών διαφορών.
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχουμε στα χέρια μας μια διαδικασία με ιδιαίτερη αμεσότητα, εχεμύθεια, χαμηλό κόστος σε σχέση με την αντιδικία και υψηλούς ρυθμούς ταχύτητας. Μια διαδικασία «συμμετοχική», όπου, για πρώτη φορά, τα ίδια τα μέρη διαμορφώνουν την τελική κοινή φόρμουλα επίλυσης της διαφοράς. Και προσέξτε, δε μιλώ για κάτι το μελλοντικό και αόριστο αλλά για μια απτή πραγματικότητα. Υπάρχουν σήμερα σχεδόν 1700 διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές, σε όλη την Ελλάδα, που μπορούν σήμερα κιόλας να συνδράμουν τη διευθέτηση των ιδιωτικών διαφορών.
Ο επιχειρηματικός κόσμος αποτελεί προνομιακό πεδίο εφαρμογής της Διαμεσολάβησης και των αρχών της. Oι επιχειρήσεις έχουν μόνο να κερδίσουν από την ενεργό ανάμιξή τους στους θεσμούς της «εναλλακτικής Δικαιοσύνης».
Είναι αναγκαίος ένας αξιόπιστος, ταχύς και εμπιστευτικός μηχανισμός διευθέτησης των διαφορών τους, χωρίς καθυστερήσεις. Με αυτήν την έννοια, η εναλλακτική επίλυση διαφορών, με τη διαμεσολάβηση αλλά και τη δικαστική μεσολάβηση, γίνεται εργαλείο ανάπτυξης.
Οι νέοι θεσμοί φέρνουν στην Ελλάδα τη νοοτροπία της συνδιαλλαγής και της συνεννόησης, είναι μια σύγχρονη λύση πολιτισμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους είναι ένα τέτοιο κρίσιμο πεδίο. Είναι σημαντικό για εμάς να εξετάσουμε τι έκαναν άλλα Κράτη για να αντιμετωπίσουν ανάλογα φαινόμενα. Αναζητώντας βέλτιστες πρακτικές βλέπουμε λ.χ. την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία να έχουν αναπτύξει αξιόπιστους και επιτυχημένους στην πράξη θεσμούς εξωδικαστικής επίλυσης τέτοιου είδους διαφορών, με τη συνδρομή τρίτων αμερόληπτων προσώπων, όπως είναι οι διαμεσολαβητές.
Η στείρα αντιπαράθεση ακόμη και για τη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» οδήγησε σε παθογόνους καταστάσεις. Πρέπει πλέον να αντιληφθούμε ότι η κουλτούρα της συνδιαλλαγής θα πρέπει να επεκταθεί και καλύψει όλο το φάσμα του δικαιικού μας συστήματος, ακόμη και στις υποθέσεις ρύθμισης των ιδιωτικών οφειλών.
Και αυτό δεν πρέπει να μας φοβίζει ή να μας ξενίζει. Η εισαγωγή της εναλλακτικής επίλυσης στη ρύθμιση της προσωπικής αφερεγγυότητας θα γίνει με προσεκτικά βήματα και ύστερα από βαθιά μελέτη της ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας.
Φυσικά, η διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν είναι πανάκεια, ούτε μπορεί να δώσει λύσεις στα πάντα. Απαιτούνται επομένως γενναίες και βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές οριζόντια, σε κάθε πεδίο που σχετίζεται με τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, πριν και ιδίως μετά την εμφάνιση οικονομικών δυσκολιών.
Αυτό όμως που έχει σημασία είναι να διαφυλαχθεί το πρόταγμα του εξωδικαστικού χαρακτήρα κάθε συστήματος διαχείρισης. Να μπορέσουμε δηλαδή να φιλτράρουμε τις εισερχόμενες στα δικαστήρια υποθέσεις, να απαλύνουμε τη Δικαιοσύνη και να την αφήσουμε να ασχοληθεί μόνο με εκείνες τις υποθέσεις που χρειάζονται δικαστική κρίση.
Πρέπει δηλαδή κατά το δυνατόν να εισάγουμε και να υλοποιήσουμε μεθόδους και μοντέλα που θα οδηγούν στη διευθέτηση των διαφορών και εν προκειμένω στη διαχείριση της αφερεγγυότητας και του ιδιωτικού χρέους έξω από τα δικαστήρια, με κεντρικό πυρήνα τη διαπραγμάτευση μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Ακόμη κι αν δεν έχουμε να κάνουμε με “κλασική” διαμεσολάβηση.
Αν πάμε στο πεδίο του Πτωχευτικού Δικαίου, θα δούμε διεθνώς μια υποχώρηση του αυστηρού άτεγκτου μοντέλου δικαστικής πτώχευσης και ρευστοποίησης της περιουσίας. Πάμε δηλαδή σε μοντέλα εξωδικαστικής διαχείρισης και σε μετατόπιση του βάρους σε ένα πιο αποτελεσματικό, ευέλικτο και εύπλαστο προπτωχευτικό στάδιο. Με δικλίδες και εγγυήσεις, αλλά πάντα πάνω στη βάση της ελεύθερης διαπραγμάτευσης και της ιδιωτικής αυτονομίας.
Στην Ελλάδα ο κανόνας εφαρμόζεται. Δειλά μεν αλλά εφαρμόζεται. Έχουμε δηλαδή πράγματι μια ενίσχυση των προπτωχευτικών διαδικασιών, ειδικά μετά το 2011, με τον Πτωχευτικό Κώδικα που ισχύει σήμερα. Μένει να δούμε και να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα και της πρόσφατης τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου, που ευαγγελίζεται την αναμόρφωση αυτού του κρίσιμου εξωδικαστικού -ή πιο σωστά προδικαστικού- σταδίου. Η μεγάλη τομή φαίνεται να είναι εν προκειμένω η υιοθέτηση του διαχειριστή αφερεγγυότητας, που αντικαθιστά τον απαρχαιωμένο θεσμό του συνδίκου, φιλοδοξώντας να προσθέσει στη διαδικασία ευελιξία και ταχύτητα.
Ασφαλώς, όλα αυτά μένει να εφαρμοσθούν και να κριθούν στην πράξη. Και το δικό μας κριτήριο, ως ΟΠΕΜΕΔ αλλά και ως Κοινωνία εν τέλει, θα πρέπει να είναι σύνθετο: από τη μία το αληθές συμφέρον των προβληματικών επιχειρήσεων και των εργαζομένων και από την άλλη τα εύλογα συμφέροντα των πιστωτών. Η εύρεση της χρυσής τομής παραμένει το ζητούμενο αλλά και η λυδία λίθος κάθε μεταρρυθμιστικής παρέμβασης στο φλέγον και κοινωνικά φορτισμένο πεδίο της αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων.
Αυτή η διαπίστωση μας περνά σε ένα εξ ίσου κρίσιμο και εξαιρετικά επίκαιρο πεδίο συζήτησης, που σχετίζεται με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών των επιχειρήσεων. Μια σημαντική πρωτοβουλία του Υπουργείου Οικονομίας και της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, που αξίζει να μπει στο μικροσκόπιο και σήμερα σε αυτό το forum. Ο ΟΠΕΜΕΔ έχει ασχοληθεί ενεργά και σε συνεργασία με την Πολιτεία με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Και στο σημείο αυτό, θα ήθελα να εξάρω τον επαγγελματισμό, την προσήλωση και τους ανοικτούς ορίζοντες του Ειδικού Γραμματέα κ. Φώτη Κουρμούση, με τον οποίο το προηγούμενο διάστημα δημιουργήσαμε μια σταθερή βάση για μια πολύ παραγωγική συνεργασία κι ανταλλαγή απόψεων πάνω στο νέο μηχανισμό. Ελπίζω η συμβολή του ΟΠΕΜΕΔ να κρίνεται και από την Πολιτεία ως θετική και να βοήθησε έστω και ελάχιστα στη διαμόρφωση του τελικού μοντέλου εξωδικαστικής ρύθμισης.
Επί της ουσίας λοιπόν:
Ο νέος εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων, που είναι πλέον νόμος του Κράτους, ο ν. 4469/2017, αποτέλεσε, αναμφίβολα, μια πολύ σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία.
Για τον λόγο αυτό, το σύνολο της επιχειρηματικότητας είχε από την αρχή υποστηρίξει την υιοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος. Χωρίς υπερβολή, πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία για την πραγματική αναδιάταξη της ελληνικής Οικονομίας. Η τελευταία προσπάθεια για να επιστρέψουμε σε ομαλές, ασφαλείς συνθήκες για το ελληνικό επιχειρείν
Η στόχευση του νόμου είναι ασφαλώς ορθή: πλήθος επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την πολυετή ύφεση παραμένουν σε αδιέξοδο, χωρίς πρόσβαση στη ζωτική ρευστότητα. Παραμένουν παγιδευμένες σε μια κατάσταση ζόμπι, σε έναν φαύλο κύκλο φθοράς που οδηγεί στον αμετάκλητο αφανισμό.
Και προσοχή! Δεν μιλάμε μόνο για μη παραγωγικές, νεκρωμένες επιχειρήσεις, καταδικασμένες σε πτώχευση.
Μιλάμε για ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που παρ’ όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, μπορούσαν να γίνουν βιώσιμες, να σώσουν τις θέσεις εργασίας τους, την πελατεία τους, τις σχέσεις με τους προμηθευτές τους. Επιχειρήσεις που θα είχαν ένα πιο φωτεινό μέλλον, αν μπορούσαν να διαφύγουν κάπως, συγκροτημένα και αποτελεσματικά, από το σκοτάδι του σήμερα.
Κι όμως, δεν μπορούν να το κάνουν, εξ αιτίας των δυσθεώρητων και ετερόκλητων οφειλών προς ένα πλήθος οφειλετών.
Μέσα σε αυτό το πραγματικό πλαίσιο, ο νέος νόμος εύστοχα αποσκοπεί στην ολιστική διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους μιας επιχείρησης προς όλους τους πιστωτές, ακόμη και προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς.
Επομένως, πράγματι, φαίνεται ότι ότι μπορούμε να έχουμε ευεργετικά αποτελέσματα για τις προβληματικές μεν βιώσιμες δε επιχειρήσεις, με την παροχή μιας υπολογίσιμης και μετρήσιμης ελπίδας για το μέλλον.
Με άλλα λόγια, το νέο σύστημα ρύθμισης στοχεύει που διεθνώς αποτυπώνεται με τον όρο “fresh start”. Επιδιώκει δηλαδή να δώσει μια “δεύτερη ευκαιρία” στους επιχειρηματίες που, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισαν, μπορούν και αξίζουν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, αποφεύγοντας την πτώχευση.
Και το κάνει με έναν τρόπο διαρθρωμένο, δομημένο σε συγκεκριμένα στάδια, θέτοντας στο επίκεντρο της όλης διαδικασίας τη διαπραγμάτευση. Τη συνεννόηση μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών -όλων των πιστωτών- μακριά από τις δικαστικές αίθουσες.
Βλέπουμε δηλαδή παντού ότι όλος ο νόμος, με εξαίρεση τη διάταξη για τη δικαστική επικύρωση, διαπνέεται από ένα πνεύμα εξωδικαστικής ρύθμισης. Βασίζεται στην ιδιωτική αυτονομία των μερών, με τις εγγυήσεις φυσικά του νόμου και τη σταθεροποιητική και ευεργετική παρουσία ενός τρίτου, κατάλληλα καταρτισμένου και αντικειμενικού προσώπου, του συντονιστή – διαμεσολαβητή.
Στα στρατηγικά πλεονεκτήματα της διαδικασίας περιλαμβάνεται η αμεσότητά της, καθώς θα γίνεται σε μεγάλο βαθμό ηλεκτρονικά.
Επίσης, πρέπει να σταθούμε στην εμπιστευτικότητα της διαδικασίας και στη δεσμευτικότητα των συμφωνιών.
Ενώ, όπως σημειώσαμε ήδη, μιλάμε για ρύθμιση ολιστική: δεν αφορά μόνο σε οφειλές από “κόκκινα” τραπεζικά δάνεια και απαιτήσεις προμηθευτών ή εργαζομένων αλλά καταλαμβάνει και οφειλές προς το ίδιο το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Βασικό κριτήριο, η βιωσιμότητα της επιχείρησης και η προοπτική συνέχισης της λειτουργίας της, με ταυτόχρονη ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.
Είναι επομένως ο νόμος τέλειος;
Φυσικά, όχι. Όπως δεν υπάρχει το τέλειο έγκλημα, δεν υπάρχει και ο τέλειος νόμος!
Ο Οργανισμός μας έχει διατυπώσει πολλές προτάσεις και παρατηρήσεις σε κάθε στάδιο της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. Άλλωστε, από τον Ιούνιο 2016 ο Οργανισμός ήλθε σε επαφή με το Υπουργείο Οικονομίας, υποβάλλοντας προτάσεις για ένα λειτουργικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης με ενεργό εμπλοκή των Ελλήνων διαμεσολαβητών.
Η κεντρική φιλοσοφία της διαπραγμάτευσης που είχαμε προτείνει υιοθετήθηκε από την Πολιτεία. Άλλες προτάσεις μας δεν έγιναν δεκτές, και υπάρχει σήμερα ένας προβληματισμός για την πρακτική εφαρμογή του νόμου.
Προτάσεις που περιλάμβαναν:
την παροχή δυνατότητας στον διαμεσολαβητή – συντονιστή να απευθύνει μη δεσμευτικές προτάσεις στα μέρη,
η εισήγησή μας για ριζική απλοποίηση της διαδικασίας δικαστικής επικύρωσης,
το άνοιγμα του αριθμού των συντονιστών σε όλους τους διαμεσολαβητές του ΥΔΔΑΔ,
ο περιορισμός της ευθύνης των συντονιστών μόνο για δόλο όπως ισχύει για κάθε διαμεσολάβηση,
ο επιμερισμός της αμοιβής του συντονιστή σε όλα τα μέρη της διαπραγμάτευσης, και όχι μόνο σε αυτόν που ανοίγει τη διαδικασία, άρα στην κατάχρεη επιχείρηση,
η εισαγωγή συγκεκριμένων κριτηρίων για την έκθεση οικονομικής βιωσιμότητας,
η επιβολή αυστηρών κυρώσεων για τις παραβιάσεις της εχεμύθειας και του απορρήτου,
η εισαγωγή ειδικής διαδικασίας για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις κ.α.
Δεν θα αναλύσουμε αυτές τις προτάσεις μας σήμερα, εδώ, γιατί αυτό που προέχει πλέον είναι η ομαλή και επιτυχής εφαρμογή του νέου συστήματος. Αυτό έχει πλέον τη μοναδική σημασία και όχι οι επί μέρους απόψεις και θέσεις που μπορεί να εκφράζει ο κάθε φορέας.
Γνωρίζουμε λ.χ. τις έντονες ενστάσεις των φορέων της επιχειρηματικότητας για το υπερβολικά στενό πεδίο εφαρμογής, τα εμπόδια εισόδου. Έχει γίνει πολύς λόγος, έχουμε υιοθετήσει τις θέσεις αυτές, δυστυχώς ο νόμος δεν άλλαξε. Πάμε πλέον να δούμε πώς θα πετύχει το νέο σύστημα ρύθμισης στην πράξη, παρακολουθούμε την πορεία υλοποίησης και εξακολουθούμε να θέτουμε στην Πολιτεία τα πάγια αιτήματα των φορέων της Κοινωνίας και της Οικονομίας.
Κανείς δεν αρνείται ότι πρέπει ο εξωδικαστικός μηχανισμός να οδηγήσει στο σκοπούμενο αποτέλεσμα: την ταχεία και αποτελεσματική διευθέτηση των οφειλών μιας επιχείρησης που αντιμετωπίζει προβλήματα αλλά είναι ακόμη ζωντανή και μπορεί να γίνει ξανά παραγωγική.
Εξ άλλου, παρά τις επί μέρους παρατηρήσεις μας εμείς, ως ΟΠΕΜΕΔ, στεκόμαστε και η μεγάλη προστιθέμενη αξία της συγκεκριμένης μεταρρυθμιστικής παρέμβασης. Είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα δίνεται θεσμικός ρόλος στους μόνους διαπιστευμένους από την Πολιτεία βοηθούς διαπραγματεύσεων, τους διαμεσολαβητές του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μπορεί δηλαδή να μη μιλάμε εν προκειμένω για διαμεσολάβηση του ν. 3898/2010, αλλά για μια υποβοηθούμενη διαπραγμάτευση, όμως μπορούμε να κάνουμε λόγο για την πρώτη φορά που υπάρχει διαρθρωμένη διαδικασία με υποχρεωτική παρουσία του τρίτου διαμεσολαβητή, έστω ως συντονιστή, που μπορεί να έχει απτά αποτελέσματα, τόσο στη ρύθμιση των οφειλών (όπως επιδιώκεται) όσο και ευρύτερα, στη διαπαιδαγώγηση και στην εκπαίδευση μιας ολόκληρης Κοινωνίας στην εξωδικαστική ρύθμιση.
Μια μικρομεσαία επιχείρηση, ένας μεμονωμένος επαγγελματίας που θα μπορέσουν με το συντονισμό του διαμεσολαβητή και γύρω από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης να δουν φως στο σκοτεινό τούνελ της υπερχρέωσης, θα αισθανθεί άμεσα τα οφέλη και τις ευεργετικές συνέπειες της εξωδικαστικής διαδικασίας. Αυτό θα έχει προβολή και στις μελλοντικές του υποθέσεις, ως επιχειρηματία, ως ανθρώπου, ως κοινωνού.
Μέσα από κάθε μεμονωμένη επιτυχία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης, πέρα από τα προφανή οικονομικά ωφελήματα, κάθε επιχείρηση θα μπολιάζεται με μια αισιόδοξη προσέγγιση στη διαρθρωμένη διαπραγμάτευση. Με μια επαληθευμένη αυτοπεποίθηση ότι με τη βοήθεια τρίτου καταρτισμένου προσώπου μπορεί να βρεθεί λύση μέσα από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων ακόμη και στα πιο δυσεπίλυτα και σύνθετα θέματα, όπως είναι κατ’ εξοχήν η ρύθμιση οφειλών απέναντι σε ένα πλήθος πιστωτών.
Και κάπως έτσι, ο νέος θεσμός μπορεί να γίνει ένα εργαστήριο διαπαιδαγώγησης της Κοινωνίας μας στην Εναλλακτική Επίλυση Διαφορών.
Κλείνοντας, νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι πιο προφανές από τον σημαντικό ρόλο που έχει να διαδραματίσει το Δίκτυο Έγκαιρης Προειδοποίησης και οι πληροφοριακές δομές του για την ελληνική επιχείρηση.
Μέσα σε έναν οικονομικό κυκεώνα, σε ένα εύπλαστο επιχειρηματικό αλλά και νομικό περιβάλλον, με ένα πλήθος επιλογών, μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο αβεβαιότητας, ο Έλληνας επαγγελματίας, η ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση στερείται πολλές φορές των μέσων για να αποφασίσει με σιγουριά και σταθερότητα τι πρέπει να επιλέξει, ποια λύση είναι ραμμένη πάνω στις δικές της ανάγκες.
Η ΓΣΕΒΕΕ και το ΕΕΑ μπορούν και πρέπει να διαδραματίσουν ρόλο αρωγού και συμπαραστάτη στα πολυάριθμα μέλη τους που βρίσκονται κοντά στην οικονομική στενωπό, πολύ προτού το φάσμα του αδιεξόδου κάνει την εμφάνισή του. Το κάνουν με σημαντική επιτυχία μέχρι σήμερα με τις δομές τους, στις οποίες προστίθεται σήμερα η τεχνογνωσία και η διεθνής βέλτιστη πρακτική του Early Warning.
Κάθε επιχείρηση που αντιμετωπίζει πρόβλημα, στην αρχή της οικονομικής της περιπέτειας, εισέρχεται σε ένα πολυάνθρωπο και δαιδαλώδες σταυροδρόμι. Χρειάζεται βοήθεια και καθοδήγηση για να πάρει το σωστό δρόμο, που ικανοποιεί τις ανάγκες της, διασφαλίζει τη βιωσιμότητά της, διασώζει επιχειρηματικές και εργασιακές σχέσεις, ρυθμίζει οφειλές και βάρη. Χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, χωρίς τη σκληρή και αμετάκλητη πραγματικότητα της πτώχευσης και του οικονομικού αφανισμού.
Η εξωδικαστική διαχείριση της αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων δεν είναι απλώς άλλη μία νομοθετική παρέμβαση.
Είναι ένεση ζωής για τη βαριά άρρωστη αλλά ακόμη ζωντανή ελληνική επιχειρηματικότητα.
Σας ευχαριστώ πολύ.