Η Διαμεσολάβηση είναι ένας εξωδικαστικός τρόπος επίλυσης διαφορών, ο οποίος λειτουργεί συμπληρωματικά στο παραδοσιακό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, καλύπτοντας τα αδύναμα σημεία του. Θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα το 2010, ενώ εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Πρόκειται για μια διαδικασία στην οποία τα δύο μέρη, με τη βοήθεια ενός τρίτου, ουδέτερου και αμερόληπτου ατόμου, του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή, μπορούν να επιλύσουν τη διαφορά τους με συμβιβαστικό τρόπο εκτός δικαστικών αιθουσών, σε ένα περιβάλλον ουσιαστικού διαλόγου, μακριά από την ένταση των δικαστηρίων. Ο χαρακτήρας και η διαδικασία της Διαμεσολάβησης διαθέτουν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το χρονοβόρο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα.
Καταρχάς, η Διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία άμεση, που ολοκληρώνεται μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι δυο πλευρές, αφού συμφωνήσουν (διαμέσου των δικηγόρων τους ή και χωρίς τη δική τους μεσολάβηση) ότι θα προσφύγουν στη Διαμεσολάβηση, επιλέγουν το Διαμεσολαβητή από τον πίνακα Διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Στη συνέχεια, τα δύο μέρη, ενώπιον του Διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι εκπαιδευμένος σε μεθόδους διαπραγμάτευσης, δύνανται να καταλήξουν σε μια από κοινού αποδεκτή λύση.
Ο ρόλος του Διαμεσολαβητή στη διαδικασία είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς επικοινωνεί και με τις δύο πλευρές κατ’ ιδίαν, αλλά και με όλους μαζί, οργανώνει τον μεταξύ τους διάλογο και διαχειρίζεται την πληροφόρηση που έχει προκειμένου να συμβάλει στο να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση. Δεν παρεμβαίνει στην απόφαση, δεν επιβάλλει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά παρακινεί τους ενδιαφερόμενους να είναι οι ίδιοι πρωταγωνιστές και να επιλέξουν μαζί το αποτέλεσμα που θα τους ικανοποιήσει επαρκώς. Επιπρόσθετα, το κόστος συμμετοχής στη διαμεσολάβηση είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό της δικαστικής διαμάχης. Όσοι έχουν εμπλακεί σε μια δικαστική διαμάχη, γνωρίζουν ότι η επίλυσή της προϋποθέτει πολύ χρόνο, μεγάλη ψυχική προσπάθεια και αρκετά χρήματα.
Αντίθετα, η επιλογή της Διαμεσολάβησης για τα μέρη συνεπάγεται:
– Άμεση επίλυση της διαφοράς.
– Πιο οικονομική διαδικασία.
– Ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση του αποτελέσματος.
– Διασφάλιση και προστασία της σχέσης – συνεργασίας.
–Εξασφάλιση του απορρήτου του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων και της ενδεχόμενης συμφωνίας.
Οι υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν με Διαμεσολάβηση είναι όσες εμπίπτουν στο Αστικό και Εμπορικό Δίκαιο. Ειδικότερα, εφαρμόζεται σε υποθέσεις εργατικές, μισθωτικές, κατασκευαστικές, διασυνοριακές, προσβολής της προσωπικότητας, πνευματικών δικαιωμάτων, ιατρικής αμέλειας κ.λπ. Η διεθνής εμπειρία μέχρι στιγμής έχει δείξει τη μεγάλη επιτυχία του θεσμού. Για παράδειγμα, η εφαρμογή του σε μια σειρά υποθέσεων που άπτονται του Οικογενειακού Δικαίου σημειώνει αποτελεσματικότητα της τάξης του 60%.
Η ένταξη του θεσμού αυτού στη χώρα μας αποτελεί μια πρόοδο σε πολλά επίπεδα και μια νέα πολιτισμένη αντίληψη για το πώς διαχειριζόμαστε τις διαφορές μας. Η αξία της Διαμεσολάβησης έγκειται στο γεγονός ότι στο τέλος της διαδικασίας δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Αφήνουμε πίσω μας τη διάθεση σύγκρουσης και επιδιώκουμε τη συναίνεση μέσω της εμπλοκής μας σε μια διαδικασία στην οποία έχουμε και λόγο και άποψη. Μια διαδικασία που μας επιτρέπει να συνδιαμορφώσουμε το αποτέλεσμα και όχι αυτό να μας επιβληθεί, όπως συμβαίνει με τις δικαστικές αποφάσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας αποτελεί εκτελεστό τίτλο, που έχει την ίδια ισχύ με τη δικαστική απόφαση.
Νικόλας Κανελλόπουλος