Άρθρο Νικόλα Κανελλόπουλου στο τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ με θέμα : Ελευθερία έκφρασης του δικαστή. (Νοέμβριος 2021)

Ελευθερία έκφρασης του δικαστή.

 

Από μια αμιγώς φιλελεύθερη φιλοσοφική σκοπιά, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: γιατί πρέπει να υπάρχει διακριτή αντιμετώπιση των δικαστικών λειτουργών όσον αφορά σε ένα δικαίωμα θεμελιώδες, συνυφασμένο με το σύγχρονο κράτος δικαίου, όπως είναι η ελευθερία έκφρασης; Γιατί να περιορίζεται ή να ρυθμίζεται αυτό, κατά το δέον, και πώς ορίζεται αυτό το δεοντολογικό πρότυπο;

Ασφαλώς, σε θεσμικό – συνταγματικό επίπεδο, η απάντηση είναι πρόδηλη και αντλείται από την ίδια την πολιτειακή αποστολή του δικαστή: την απονομή της δικαιοσύνης, ως θεμελιώδους λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατικής δικαιοκρατικής πολιτείας. Όμως, το ερώτημα παραμένει: πόσο στενός μπορεί να είναι ο έλεγχος στην έκφραση του δικαστή; Ποια είναι η έκταση που καταλαμβάνει; Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να εκφράσει ένας δικαστικός λειτουργός, τόσο κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του όσο και εκτός αυτής, στην ιδιωτική του σφαίρα;

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Tα ερωτήματα αυτά ανοίγουν το διάλογο για την ελευθερία έκφρασης του δικαστή, ένα ζήτημα που θεωρώ ότι δεν έχει προσεγγισθεί επαρκώς στη χώρα μας. Είναι μια συζήτηση που συμπλέκεται άρρηκτα με τη γενικότερη προβληματική για τον χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία, το προφίλ του «σύγχρονου δικαστή». Τι δικαστές χρειαζόμαστε; Η σύγχρονη κοινωνία, που δοκιμάζεται από πάσης φύσεως κρίσεις -οικονομικές, θεσμικές, όψιμα δε και υγειονομικές- σε ποιους δικαστικούς λειτουργούς μπορεί να εμπιστευθεί την ερμηνεία του νόμου και την περιφρούρηση των δικαιωμάτων;

Μέσα σε αυτό το πνεύμα, ο σύγχρονος δικαστής παραμένει ένας ελεύθερος άνθρωπος, με θάρρος, αυτοπεποίθηση και ελευθερία σκέψης και γνώμης. Με δημόσιο λόγο, πνευματικές αναζητήσεις, ακόμη και λογοτεχνική έκφραση. Όλα αυτά, βεβαίως, μέσα στα άκρα όρια της δεοντολογίας του δικαστικού λειτουργήματος.

Άλλωστε, η ελευθερία έκφρασης δεν είναι για κανέναν απεριόριστη, πόσω μάλλον για τον σύγχρονο δικαστή: Σε μια εποχή που οι «σειρήνες» της εύκολης πληροφορίας και επικοινωνίας, της αβίαστης έκθεσης στο κοινό, μέσω των τεχνολογικών εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης, είναι πιο ελκυστικές παρά ποτέ, ο δικαστής καλείται να μείνει σταθερά προσηλωμένος στο κύρος και την αποστολή του. Να απέχει από την αχρείαστη υπερπροβολή, να φροντίζει τη δημόσια εικόνα του, όχι ως φυσικού πια προσώπου, αλλά ως πολιτειακού οργάνου.

Εξ άλλου, η έκφραση του δικαστή δεν είναι μια αφηρημένη θεωρητική έννοια. Αλλά μετουσιώνεται σε πράξη, με έννομη αξία και συνέπειες. Ένας δικαστής φοβικός, άβουλος εφαρμοστής των δικονομικών διαδικασιών, κινδυνεύει να προκαλέσει φαινόμενα νομικού φορμαλισμού, που πληγώνουν τη δικαιοσύνη. Η νοοτροπία «ας πάνε όλες οι υποθέσεις στο ακροατήριο» έχει, επί παραδείγματι, πλήξει σε καθοριστικό βαθμό τον μηχανισμό απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

ΑΠΟΝΟΜΗ

Αντιθέτως, ο σύγχρονος δικαστής, που επιτελεί με υπευθυνότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντά του, οφείλει να διατηρεί το θάρρος της κρίσης του, να προχωρά με νηφαλιότητα αλλά και τόλμη στην εξατομικευμένη κρίση για κάθε υπόθεση, με τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο, αυθεντική ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου.

Ο δικαστής λοιπόν, που τιμά το ρόλο του, θωρακίζοντας έτσι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, οφείλει να οριοθετεί με σύνεση την έκφραση των απόψεων και των σκέψεων του, περιβάλλοντάς τες με τη δέουσα δεοντολογία. Αλλά και η Πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει την αναγκαία παιδεία των δικαστών με άξονα τη διαμόρφωση ενός πλαισίου σύγχρονης εκπαίδευσης με αρχές και αξίες, και συγχρόνως να διασφαλίζει τη δημιουργία της κατάλληλης θεσμικής δομής για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της παρουσίας του δικαστή στο σύγχρονο γίγνεσθαι.

 

Νικόλας Κανελλόπουλος

Δικηγόρος – Προέδρος του Ινστιτούτου για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO)