Ο δικηγόρος ως συνήγορος και οικονομικός σύμβουλος στο νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον

Ο δικηγόρος ως συνήγορος και οικονομικός σύμβουλος

στο νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον

 

Η γενίκευση των ανταλλαγών, που επιταχύνθηκε από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας στους κόλπους του, ατόμων, προϊόντων και κεφαλαίων, νομίμων και παρανόμων, αυτή η κινητικότητα[1] που διευκολύνθηκε από την κατάργηση των συνόρων μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου καθώς και η ηλεκτρονική επανάσταση που καθιστά δυνατή την άϋλη μεταφορά κεφαλαίων σε δευτερόλεπτα, έχουν συντείνει καθοριστικά στην δημιουργία ενός γιγαντιαίου οικονομικού χώρου, πεδίο ευρωστίας των διαφόρων τύπων οικονομικών συναλλαγών και έδαφος πρόσφορο για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των παραδοσιακών κλασικών συμβάσεων και μορφών επιχειρήσεων.

Όλη αυτή η χειμαρρώδης εξέλιξη που παρατηρείται και αναπλάθεται μόλις τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει νέες απαιτήσεις και νέους κοινωνικούς ρόλους, έχει δε προσδώσει νέες αρμοδιότητες ίσως πολύ πιο απαιτητικές και νεότευκτες σε κλασικά παγιωμένους ρόλους στο στίβο των συναλλαγών. Έτσι, ο κλασικός ρόλος του δικηγόρου που αναλίσκετο αποκλειστικά και μόνο στην υπεράσπιση του πελάτη στον στίβο των δικαστηρίων και των εν γένει δικαστικών διενέξεων πλέον εκτείνεται στην προάσπιση των συμφερόντων του και στην παροχή συμβουλών σε ότι αφορά τις οικονομικές συναλλαγές και τα επιχειρηματικά σχέδια του.

Όμως, ο επεκτατικός αυτός οργασμός που παρατηρείται στην πολυμορφία και την πολυπλοκότητα των οικονομικών συναλλαγών, έχει και μια πιο σκοτεινή πτυχή η οποία αφορά στην εγκληματογόνο διάθεση και απεικόνιση συμπεριφορών στο χώρο της οικονομίας. Ό,τι προώθησε την οικονομική εξέλιξη, με την ίδια αναλογία και στο ίδιο μέτρο, εξώθησε και στην δημιουργία νέων μορφών και νέων μέσων σύγχρονης εγκληματικότητας, η οποία κατά κύριο λόγο, χαρακτηρίζεται από την υπερεθνική και διασυνοριακή της χροιά.

Ο δικηγόρος λοιπόν μετέρχεται τον ρόλο του οικονομικού συμβούλου, του φορέα δηλαδή που θα παράσχει τις νομικές και οικονομικού χαρακτήρα συμβουλές του, προκειμένου να διεξαγχθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι οικονομικές συναλλαγές. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η συνδρομή του αφορά σε νόμιμες συναλλαγές και δοσοληψίες και ο ρόλος του εξαντλείται στην διευκόλυνση της συναλλαγής, στην οικονομία χρόνου, και στον ευμενέστερο οικονομικό χειρισμό για τον πελάτη του. Όχι σπάνια όμως, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ο δικηγόρος καλείται να δώσει συμβουλές και να παράσχει συνδρομή προσδίδοντας το πέπλο της νομιμοφάνειας σε παράνομες οικονομικές συναλλαγές, οι οποίες αποκλειστικό στόχο έχουν την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες.

Για πρώτη φορά στη σύνοδο του F.A.T.F. (Financial Action Task Force) στις 18 – 20/11/1997 έγινε λόγος για την ανάγκη θωράκισης και αποστείρωσης του μη-οικονομικού χώρου, προκειμένου να πάψει να αποτελεί το πλέον πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση του μικροβίου της νομιμοποίησης παράνομων κεφαλαίων. Πιο πρόσφατα στις 9/3/1999, και στις 14/7/1999 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξέδωσε μία απόφαση και μία πρόταση[2] που έκαναν λόγο για επέκταση των υποχρεώσεων που επέβαλλε η οδηγία 308/91 μεταξύ άλλων,  -ήτοι τα μεσιτικά γραφεία, τους πωλητές έργων τέχνης, τα καζίνο και τους λογιστές- και στα νομικά επαγγέλματα[3].

Συγκεκριμένα, η παραπάνω κοινοτική οδηγία διαμόρφωσε ένα πρωτόγνωρο status quo για τα οικονομικά επαγγέλματα, το οποίο συνοπτικά αναλύεται στο εξής:

  • Οι νέες υποχρεώσεις που προβλέπουν τα υπερεθνικά όργανα για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, διατάραξαν τις παραδοσιακές σχέσεις οικονομικών οργανισμών και πελατών. Το αρχέτυπο του καθήκοντος διακριτικότητας του τραπεζίτη προς όφελος του πελάτη του, αντικαταστάθηκε από μια αυξημένη επαγρύπνηση σε ότι αφορά την ταυτότητα και τις συναλλαγές του τελευταίου.
  • Το παραδοσιακό τραπεζικό απόρρητο, αυτή η προστατευτική μετώπη της επιχειρηματικής δράσης του πελάτη, δεν αίρεται απλώς, -υπό προϋποθέσεις-, αλλά μεταβάλλεται άρδην έτσι ώστε θεσμοθετείται πλέον η υποχρέωση αναφοράς ορισμένου τύπου συναλλαγών.

Έτσι, η παραδοσιακή σχέση τραπεζίτη – πελάτη που ήταν σχέση συμβατική, σχέση «intuitu personnae», βασισμένη στην εμπιστοσύνη που ενέπνεε, και στις αρετές που διέκριναν τον τραπεζίτη, την εχεμύθεια και τη διακριτικότητά του, εξελίχθηκε και αναμορφώθηκε έτσι ώστε, ο οικονομικός φορέας να μην υποχρεούται πλέον να προχωρεί τυφλά στις επιθυμητές απ’ τον πελάτη του συναλλαγές, χωρίς τα στοιχεία της ταυτότητάς του τελευταίου. Οφείλει πια να είναι «σε αναζήτηση» ορισμένου τύπου συναλλαγών, ακόμη δε και να φυλάσσει τα στοιχεία που ενδεχομένως θα είναι χρήσιμα για την εξιχνίαση μιας πράξης νομιμοποίησης παρανόμων κεφαλαίων, στο μέλλον.

Η αδήριτη δε αναγκαιότητα να υπερκεραστούν τα εμπόδια προκειμένου να αποκτηθεί η πραγματική πληροφορία και η αλήθεια για τον συναλλασσόμενο και την επικείμενη συναλλαγή του, έγινε η γενεσιουργός αιτία της εξελικτικής πορείας της παγκόσμιας νομοθεσίας που ξεκίνησε απ’ την προσπάθεια πρόσβασης στην πληροφορία, μεταλλάχθηκε σε υποχρέωση ενημέρωσης των ιθυνόντων του ιδρύματος για τη συναλλαγή, και κατέλήξε στο πρόσφατο φαινόμενο της απαίτησης «κατάδοσης»[4] του συναλλασσομένου.

Το καίριο ζήτημα όμως που μας απασχολεί, του ρόλου δηλαδή του δικηγόρου ως οιονεί καταδότη του πελάτη του, είναι στη βάση του διαφορετικό. Ναι μεν, η επέκταση της κοινοτικής οδηγίας 308/91, επιβάλλει υποχρέωση αναφοράς της ύποπτης συναλλαγής όταν ο δικηγόρος λειτουργεί ως οικονομικός μεσολαβητής για τον πελάτη, όταν λ.χ. ανοίγει τραπεζικό λογαριασμό, συστήνει υπεράκτια εταιρεία, μεσολαβεί για την αγορά ακινήτου, και όχι ως συνήγορος σε ποινικό δικαστήριο, όμως και οι θεσμικές υποχρεώσεις και ο κώδικας δεοντολογίας που διέπει το λειτούργημα είναι διαφορετικές και αυστηρότερες απ’ ότι αυτές των οικονομικών επαγγελμάτων, και δεν επιτρέπουν κατά την άποψη μας, οποιαδήποτε παραχώρηση ή ανοχή.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που προτάσσουν ως φραγμό για την υιοθέτηση της τροποποίησης της οδηγίας από τα εσωτερικά δίκαια των κρατών-μελών της Ένωσης, το απόλυτο επαγγελματικό απόρρητο που καλύπτει τον χώρο μας. Όμως δεν είναι αμελητέα ούτε η σθεναρή επιχειρηματολογία που τάσσεται υπέρ της άρσης του απορρήτου του δικηγόρου χάριν της πάταξης της οικονομικής εγκληματικότητας.

Κατευθυντήριος άξονας στη βάση του οποίου διαμορφώνεται η δεύτερη αυτή άποψη είναι ότι το απόρρητο πρέπει να είναι απόλυτο όταν ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος ενεργεί υπό την ιδιότητα του νομικού συμβούλου, όπου οφείλει πάση θυσία να διασφαλίσει τα συμφέροντα του πελάτη του. Όμως όταν το έργο του εξαντλείται αποκλειστικά σ’ αυτό του οικονομικού μεσολαβητή[5], που κινείται μέσα από την περίμετρο του χρηματοοικονομικού τομέα και δικαίου, προστατευόμενα αγαθά παύουν πια να είναι υπέρτατες αξίες, όπως η ανθρώπινη ζωή και ακεραιότητα, και καθίστανται τα οικονομικά οφέλη του πελάτη. Δεδομένο φαίνεται λοιπόν κατά την άποψη αυτή, ότι σ’ αυτή την περίπτωση, η αξία που οφείλει να προέχει είναι το κοινωνικό καλό και όχι η προσωπική οικονομική ευημερία του κάθε κοινωνού σε βάρος του συνόλου. Υπό αυτή την έννοια, ανοίγει ο δρόμος για τη θέσπιση μιας υποχρέωσης αναφοράς των υποψιών για ξέπλυμα χρημάτων, από τον δικηγόρο, που συνεπάγεται μοιραία – υπό προϋποθέσεις – δυνατότητα έρευνας στο γραφείο και το υλικό του δικηγόρου – οικονομικού μεσολαβητή και ανάληψη καθηκόντων ενδιάμεσου ‘’καταδοτικού’’ φορέα από τον εκάστοτε δικηγορικό σύλλογο.

Eπιφορτίζεται δηλαδή, τρόπον τινά, ο δικηγορικός σύλλογος, με την υποχρέωση αναφοράς των ύποπτων συναλλαγών, στην αρμόδια επιτροπή του άρθρου 7 του Ν. 2331/1995. Την λύση αυτή επεξεργάζεται στο Κοινοβούλιό της ήδη από τον Απρίλιο του 2000 η Γαλλία, θέλοντας να πρωτοστατήσει στη λήψη μέτρων καταστολής της οικονομικής όπως χαρακτηρίζεται γάγγραινας της παγκόσμιας οικονομίας ενώ την έχει υιοθετήσει ήδη από το 1998 η Ελβετία, η πάλαι ποτέ χαρακτηριζόμενη ως ‘’θερμοκήπιο των οικονομικών σκευωριών’’.

Συγκεκριμένα, το υπό ψήφιση νομοσχέδιο στη Γαλλία, εξαιρούσε από την υποχρέωση αναφοράς στην αρμόδια αρχή, τον δικηγόρο που περιήλθε σε γνώση του η επίμαχη πληροφορία από τον πελάτη του στα πλαίσια μια αναγνωριστικής της υπόθεσής του συνάντησης, ή την περίπτωση που η πληροφορία αποκτήθηκε πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από μια δικαστηριακή διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων και των συναντήσεων και συμβουλών στην κατεύθυνση της εκκίνησης ή της αποφυγής μιας δικαστικής διαμάχης.

Αντίθετοι, με την νεωτεριστική και καταλυτική αυτή διαμόρφωση του θεμελιώδους θεσμού της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, δηλαδή του δικηγορικού επαγγέλματος, ορθώνονται τόσο μερίδα της πολιτικής ηγεσίας των άλλων ευρωπαϊκών κρατών όσο και άλλοι επιστημονικοί και θεσμικοί φορείς μεταξύ των οποίων το ελληνικό Κοινοβούλιο και η CCBE.

Τροχοπέδη τόσο στο γαλλικό κοινοβούλιο όσο και στην δική μας έννομη τάξη αλλά και στο κατεξοχήν ευρωπαϊκό forum προάσπισης του δικηγορικού επαγγέλματος, την CCBE, για την υιοθέτηση της ανωτέρω διχοτόμησης του λειτουργήματός μας, στάθηκε το επιχείρημα ότι ο θεσμός του δικηγόρου και του απολύτου επαγγελματικού απορρήτου που τον χαρακτηρίζει, αποτελούν εχέγγυα του κράτους δικαίου, ασφαλιστική δικλείδα της ορθής απονομής δικαιοσύνης, της εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, της ισονομίας και της ισοπολιτείας των σύγχρονων έννομων τάξεων, καταλύοντας τα οποία, δεν διακυβεύονται μόνο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις αρχές αλλά και αυτό καθ’ εαυτό το σύνολο του οικοδομήματος που λέγεται δημοκρατία.

Η απόλυτη και ώριμη δημοκρατία, οφείλει όχι μόνο να διασφαλίζει κατ’ απόλυτο τρόπο την ελευθερία των δικηγόρων τόσο ως συμβούλων σε οικονομικές συναλλαγές, όσο και ως συνηγόρων υπεράσπισης, αλλά και να εξασφαλίζει τον σεβασμό του απορρήτου αυτού από τη δικηγορική κοινότητα. Η διασφάλιση της σιωπής από την πλευρά του δικηγόρου δεν αποτελεί απλό σεβασμό σ’ ένα ιδιωτικό μυστικό, και ευγενής αναγνώριση της εμπιστοσύνης του πελάτη. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αρχή δημοσίου δικαίου αναπόσπαστο στοιχείο της έννοιας και της δομής της δημοκρατικής κοινωνίας.

 

Η ποινικοποίησή της παραβίασης του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου δεν έχει θεσμοθετηθεί αποκλειστικά και μόνο για την προάσπιση των συμφερόντων του ιδιώτη – πελάτη, αλλά κυρίως γιατί το επιβάλλει το κοινωνικό συμφέρον. Είναι μεγαλειώδες για το σύστημα αξιών δημόσιας τάξης ο κατηγορούμενος να έχει υπερασπιστή όπως ακριβώς ο πιστός μπορεί να έχει εξομολόγο. Και η δέσμευση τους απόλυτη, η διακριτικότητά τους πλήρης και η εμπιστοσύνη τους απαραβίαστη, έτσι ώστε να λειτουργούν όπως τους αρμόζει ως πομποί νομικών συμβουλών και ως δέκτες της κοινωνικής ανομίας.

Και βέβαια απόλυτο επαγγελματικό απόρρητο δεν σημαίνει χείρα βοηθείας σε εγκληματίες υπερεθνικών διαστάσεων. Διότι τόσο η κοινοτική οδηγία 308/91 όσο και οι ειδικότερες εθνικές νομοθεσίες τιμωρούν αυτόν που παρέχει συνδρομή με οποιοδήποτε τρόπο σε άτομο που προσπαθεί να νομιμοποιήσει παράνομα εξαγχθέντα κεφάλαια. Υπό την έννοια αυτή τιμωρεί και τον δικηγόρο που θα συστήσει λ.χ. υπεράκτια εταιρεία εν γνώσει του και με σκοπό να ξεπλύνει ο πελάτής του παράνομο χρήμα. Υφίσταται όμως τεράστια διάσταση μεταξύ της αποχής από την παροχή συνδρομής σε παράνομες ενέργειες για την διάπραξη οικονομικών αδικημάτων, και της υποχρέωσης κατάδοσης στις αρχές του πελάτη αυτού.

Στην βάση άλλωστε του απολύτου σεβασμού του απορρήτου αυτού, εδρεύει και θεμελιώνεται το κορυφαίο και αδιαμφισβήτητο ανθρώπινο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται και διακηρύσσεται πρωτίστως και πανηγυρικώς στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται για το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, το οποίο είναι αυτοτελές και πραγματοποιείται στο πλαίσιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Εκφράζει λοιπόν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, διασφαλίζει τις εγγυήσεις υπέρ των διαδίκων αλλά και των κατηγορουμένων. Ειδικότερη δε παρεχόμενη εγγύηση είναι το δικαίωμα σε δικηγόρο. Διάδικος δε κατά την έννοια του άρθρου 6 ΕΣΔΑ δεν είναι μόνο οποίος εμπλέκεται ως αντίδικος σε υπόθεση αστικής φύσεως που εξελίσσεται ενώπιον αρμοδίων δικαστηρίων, αλλά και οποίος έχει δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδιωτικής φύσεως. Υπό την έννοια δε αυτή, και όποιος ζητά την συνδρομή νομικού συμβούλου για την διεκπεραίωση υπόθεσης που ενέχει οικονομικό στοιχείο ή κέρδος, δικαιούται να απολαμβάνει της απολύτου εχεμύθειας του δικηγόρού του, ως υπέρτατου ανθρωπίνου αγαθού προστατευόμενου από τη διεθνή έννομη τάξη.

Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα κανείς, κατά πόσο δεν καταλύεται και καταστρατηγείται η Ε.Σ.Δ.Α. και συγκεκριμένα το άρθρο 6 παρ. 3, όταν ο υποψήφιος πελάτης πρέπει να αποφύγει την ‘’εξομολόγηση’’ και την ενδεχόμενη συμβουλή από τον δικηγόρό του με το φόβο της αποκάλυψης των μυστικών του και την υποχρεωτική κατάδοσή του στις διωκτικές αρχές, ενέργεια που μετατρέπει εν τέλει τον ‘’συνήγορο’’ σε ‘’δοσίλογο’’.

Υπό το πρίσμα λοιπόν, όλων αυτών των ετερόκλητων και από διαφορετικά ελατήρια στηριζόμενων θέσεων, καταλήγει κανείς σε δύο συμπεράσματα:

Πρώτον, οι τεράστιες και πραγματικά ανησυχητικές διαστάσεις της σύγχρονης οικονομικής εγκληματικότητας, έχουν δημιουργήσει έναν νομοθετικό παροξυσμό, που προσπαθεί ποινικοποιώντας πληθώρα συμπεριφορών να μετριάσει το δαιδαλώδες αυτό πρόβλημα με τις εντυπωσιακές εκφάνσεις.

Όλη αυτή όμως η αγωνιώδης προσπάθεια να μπει ένα φρένο στην οικονομική εγκληματικότητα και να δημιουργηθεί ένα εμπόδιο ουσιαστικό στην άνθιση της παρανομίας, του εμπορίου ναρκωτικών, του εμπορίου όπλων, της απάτης σε βάρος της Ε.Ε, της δωροδοκίας και διαφθοράς που αυτή συνεπάγεται, διαπνέεται από μια υπερβολή που αγγίζει τα όρια της κατάλυσης θεσμών και αξιών – στυλοβατών της σύγχρονης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, όλη αυτή η νομοθετική βουλιμία μας οδηγεί σε μία νέα αναδομημένη δικαϊκή εποχή μεσώ της ανατροπής των κλασικών αξιών και δομών που μετουσιώνονται σε νέες αλλά εξίσου αξιόλογες, ή αντίθετα ροκανίζει σιγά – σιγά αλλά επικίνδυνα την απαρχή της δικαιοσύνης;

 

 

 

[1] Στοιχείο διφορούμενου χαρακτήρα, αφού αποτελεί σχεδόν μια προϋπόθεση sine qua non, για την επιτυχή έκβαση της εν λόγω εγκληματικής δράσης και συγχρόνως το βασικό εμπόδιο για την καταστολή της.

[2] Την COM (98) 0401 – C4-0396/98 και COΜ/99/0352 αντίστοιχα.

[3] Για τους δυνατούς τρόπους συμμετοχής των επαγγελματιών αυτών στις διαδικασίες του ξεπλύματος και τη θέση τους κλειδί, βλέπε την Αναφορά του GAFI – IX 1997-98 για τους τύπους ξεπλύματος.

[4] Βλ. Ferrier D., «Secret et Transparence», πρακτικά του Συνεδρίου του Διεθνούς Κέντρου της Lille, 3/12/98, σ.3.

[5] Αξίζει να τονιστεί ότι η διάκριση αυτή μεταξύ νομικού που ενεργεί ως σύμβουλος και νομικού ως οικονομικού μεσολαβητή έχει θεσμοθετηθεί ήδη στην Ελβετία, απ’ την 1/4/1998, εντάσσοντας έτσι τους δεύτερους στους υπόχρεους να τηρούν τις διατάξεις αναφοράς των υπόπτων συναλλαγών ξεπλύματος, του νόμου για το οικείο αδίκημα. βλ. Αναφορά του GAFI– IX,  σημ. 50, σ. 10.