Δ.Σ. Πατρών

ΟΜΙΛΙΑ ΓΓ ΥΔΔΑΔ κ. Νικόλα Κανελλόπουλου

Πάτρα, 10/3/2012

 

 

[Αξιότιμε Κύριε Προϊστάμενε του Εφετείου Πατρών,

Κυρίες και Κύριοι Δικαστές,

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι Καθηγητές,

Αγαπητοί συνάδελφοι,

(…)]

Θα ήθελα κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω το Εφετείο Πατρών και τον Δικηγορικό Σύλλογο της πόλης για την τιμητική προς το πρόσωπό μου πρόσκληση και να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου για την εξαίρετη πρωτοβουλία τους να συνδιοργανώσουν την αποψινή ημερίδα. Η επίκαιρη θεματική της, ο νέος Νόμος για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής, συγκεντρώνει το αυθόρμητο ενδιαφέρον της νομικής κοινότητας, η συμμετοχή δε τόσων εκλεκτών επιστημόνων εγγυάται την επιτυχία της σημερινής συνάντησης.

Είναι μάλιστα η πρώτη επίσημη εκδήλωση με αντικείμενο τις νέες διατάξεις μετά και την ψήφισή τους από τη Βουλή νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα και προσωπικά δηλώνω ευτυχής που κάτι τέτοιο συμβαίνει εδώ, στην πόλη της Πάτρας, η οποία έχει να παρουσιάσει σημαντική δικαστική παράδοση και ένα ευάριθμο «μητρώο» επιφανών νομικών του παρελθόντος.

Ο νέος Νόμος, όπως και το σύνολο της πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης αποσκοπεί στην εμπέδωση του κράτους δικαίου και στην παροχή δικαιοδοτικών υπηρεσιών της υψηλότερης δυνατής ποιοτικής στάθμης. Κάθε διάταξή του σχεδιάστηκε και διατυπώθηκε με γνώμονα την άμεση ανασυγκρότηση των Δικαστηρίων, βάσει ποσοτικών δεδομένων και επίσημων στατιστικών στοιχείων. Η προσέγγιση των δυσλειτουργιών της Δικαιοσύνης έγινε με τρόπο συστηματικό και ολομέτωπο, για το σύνολο των Δικαστηρίων όλων των κλάδων και βαθμίδων.

Η κατάσταση στη Δικαιοσύνη μας υπαγόρευσε από την αρχή ότι τα περιθώρια ήταν ασφυκτικά και δεν επέτρεπαν μεγάλα λόγια και ευχολόγια. Προχωρήσαμε αμέσως σε ευρύτατο επιστημονικό διάλογο, συναντηθήκαμε με φορείς, δικαστές, δικηγόρους, καθηγητές ακαδημαϊκούς. Συνεργαστήκαμε, διαφωνήσαμε, συμφωνήσαμε, ακούσαμε θέσεις κι απόψεις, συνθέσαμε διατάξεις, τις θέσαμε σε διαβούλευση, τις συζητήσαμε, τις διαπραγματευτήκαμε κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή. Μέσα από μια μακρά και έντονα δημοκρατική διαδικασία συνεννόησης, πετύχαμε τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και μπορέσαμε να εφοδιάσουμε την ελληνική Δικαιοσύνη με το νέο νομοθετικό κείμενο: ένα ευρύ κανονιστικό «οπλοστάσιο» κατά της αρνησιδικίας, κατά της αδυναμίας της ελληνικής Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών.

Οι αιτίες ενός τόσο διαβρωτικού συστημικού φαινομένου, όπως η περιβόητη «οιονεί αρνησιδικία», είναι πολυεπίπεδες και διαχέονται σε όλο το φάσμα των εμπλεκόμενων στη Δικαιοσύνη παραγόντων. Το ίδιο το Κράτος  ευθύνεται για τη διαχρονική παθογένεια της πολυνομίας και των αντικρουόμενων διατάξεων, φωτογραφικών ρυθμίσεων, αποσπασματικών και εξ ορισμού αναποτελεσματικών παρεμβάσεων. Ακόμη και από τη θέση του διαδίκου, το Δημόσιο, εξαντλώντας τα ένδικα βοηθήματα και μέσα του, και σε αμετάκλητα λυμένες υποθέσεις, επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό τα Δικαστήρια, κυρίως τα διοικητικά, τον «μεγάλο ασθενή» της ελληνικής Δικαιοσύνης.

Από την άλλη όχθη, οι έλληνες δικαστές, παρά τη μεγάλη πλειοψηφία των ευσυνείδητων και καταρτισμένων λειτουργών, δεν μπόρεσαν ποτέ, μέσα από τους εσωτερικούς τους θεσμούς επιθεώρησης και αξιολόγησης, να εξοστρακίσουν από το Σώμα τους εκείνη την -εκτεταμένη πάντως- μειοψηφία όσων αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους και στις αυξημένες απαιτήσεις για ταχύ και ποιοτικό δικαιοδοτικό έργο. Δυστυχώς, η ανεξάρτητη και αυτοδιοίκητη Δικαιοσύνη δεν πραγματοποίησε ποτέ μια γενναία κάθαρση. Αντιθέτως, το ισοπεδωτικό δόγμα της αρχαιότητας εμπόδιζε την ορθή αξιολόγηση προωθώντας άκριτες προαγωγές με χρονικά μόνο κριτήρια.

Και βεβαίως, οι δικηγόροι όλης της χώρας, κυρίως μέσω των συνδικαλιστικών τους φορέων, των δικηγορικών συλλόγων, βαρύνονται με σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή οιονεί αρνησιδικία των ελληνικών Δικαστηρίων. Όχι μόνο λόγω των παρελκυστικών και αντιδικονομικών τακτικών και συμπεριφορών στις οποίες, δυστυχώς, μεγάλος αριθμός συναδέλφων ασκείται καθημερινώς. Αλλά κυρίως μέσα από δομικές στρεβλώσεις του δικηγορικού επαγγέλματος, που εμείς οι ίδιοι επιτρέψαμε και καλλιεργήσαμε. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ότι για πάνω από 40 χρόνια δεν είχε υιοθετηθεί ένα αντικειμενικό σύστημα εξετάσεων για τους ασκούμενους δικηγόρους, με άμεσο φυσικό αποτέλεσμα την έκρηξη του υπερπληθυσμού του κλάδου. Με φόντο το στρεβλό ελλαδικό κοινωνικό πρότυπο του «επιτυχημένου δικηγόρου» και τον υπερβολικό αριθμό αποφοίτων των νομικών σχολών, οι σύλλογοι δέχονται αθρόα στους κόλπους τους νέους δικηγόρους σε γραφικά ποσοστά επιτυχίας που αγγίζουν το 100%, την ώρα που ο μέσος όρος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες φτάνει μέχρι το 60-70%. Σήμερα έχουμε πάνω από 40.000 δικηγόρους, ενώ οι αυστριακοί συνάδελφοί μας, σε μια χώρα με ίδιο περίπου πληθυσμό με τον δικό μας, δεν ξεπερνούν τις 5.000…

Πολύ φυσιολογικά, ο κορεσμός του κλάδου έφερνε μαζί του μεγάλο όγκο κακών επαγγελματικών πρακτικών. Μεγάλη μερίδα δικηγόρων, για να επιβιώσει, «παρήγαγε» υποθέσεις, πέραν κάθε νομικής και επιστημονικής παραμέτρου, εκμεταλλευόμενοι την υποτιθέμενη «δικομανία» των Ελλήνων. Με συχνές ενέργειες του κρατικού παρεμβατισμού διογκώθηκε η υποχρεωτικότητα της παράστασης δικηγόρων σε πολλές περιπτώσεις, όπως τα συμβόλαια, δημιουργώντας μια επίπλαστη δικηγορική ύλη, την ώρα που κάθε προσπάθεια εισαγωγής εξωδικαστικών θεσμών διαμεσολάβησης αποτύγχανε πριν καν εφαρμοστεί με μεγάλη ευθύνη των ίδιων των δικηγόρων.

Και φυσικά όλα τα παραπάνω φαινόμενα αναπτύχθηκαν στο μόνιμο σκηνικό της φθηνής παροχής Δικαιοσύνης στον τόπο μας, η οποία λειτουργεί  αζημίως για τον επισπεύδοντα μία δίκη, δικαίως ή αδίκως. Η επιχειρηματολογία υπέρ της κατ’ επίφαση «δωρεάν» παροχής Δικαιοσύνης δεν λαμβάνει υπόψη της τα υπέρογκα κόστη λειτουργίας ενός δικαστικού μηχανισμού δυσανάλογα μεγάλου προς τον πληθυσμό της χώρας, προκειμένου να καλύψει την υπερπληθώρα δικαστικών υποθέσεων, να διεκπεραιώσει μία δαιδαλώδη διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, μέσα από την οποία κανείς δίκαιος δεν δικαιώνεται και κανείς άδικος δεν αισθάνεται την απειλή της τιμωρίας.

Κατά συνέπεια, η αρνησιδικία δεν είναι μόνο ευθύνη των δικαστών, όπως βιαστικά και μονοδιάστατα ερμηνεύθηκε ο όρος. Ολόκληρο το δικαιοδοτικό οικοδόμημα και όλοι οι παράγοντες αυτού έχουν συμβάλει στη σημερινή εικόνα αδυναμίας απονομής της Δικαιοσύνης και μερικής αναστολής του κράτους δικαίου.

Και είναι πλέον δεδομένο χωρίς να επιδέχεται καμία αμφισβήτηση ότι το κύρος της Δικαιοσύνης έχει τρωθεί σχεδόν ανεπανόρθωτα. Από τη θέση σας και στην καθημερινή σας επαγγελματική ζωή, βιώνετε άμεσα τη σταδιακή απαξίωση των θεσμών αλλά και του ίδιου του δικηγορικού λειτουργήματος. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, δεν λέγονται απλά για να ειπωθούν. Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη: Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική Δικαιοσύνη, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό παρά ποτέ. Αμφισβητείται ευθέως η αποτελεσματικότητα και η ικανότητα του δικαιοδοτικού μηχανισμού να ερμηνεύσει το δίκαιο, να τιμωρήσει το άδικο, να υπερασπιστεί θιγόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα. Η αρνησιδικία φέρνει την ατιμωρησία και την αυθαιρεσία στις ανθρώπινες σχέσεις. Η έλλειψη ασφάλειας δικαίου διαβρώνει σταδιακά την κοινωνία και την οικονομία, εμποδίζοντας -στο βαθμό που της αναλογεί- την επιστροφή της Χώρας στον δρόμο της ανάπτυξης.

Οι καθυστερήσεις στη συζήτηση και έκδοση αποφάσεων, οι απαρχαιωμένες δομές, η έλλειψη εναλλακτικών -εξωδικαστικών- μεθόδων επίλυσης των διαφορών, συνθέτουν ένα νοσηρό «ψηφιδωτό», ένα απογοητευτικό και αδιέξοδο τέλμα. Η ελληνική κοινωνία δυσπιστεί κι εμείς οφείλουμε να ενεργήσουμε, να επανεπιβεβαιώσουμε την πίστη μας στην αξία της δίκαιης δίκης.

Αξιότιμοι δικαστές, Αγαπητοί συνάδελφοι,

επιτρέψτε μου να είμαι ξεκάθαρος σε ορισμένα θεμελιώδη δεδομένα: ο νέος Νόμος δεν διαθέτει στοιχεία μεταφυσικής αυθεντίας, ούτε φυσικά όσοι εργάστηκαν γι’ αυτόν διεκδικούν κανενός είδους αλάθητο. Οι νέες ρυθμίσεις δεν είναι πανάκεια ούτε μπορούν να εκληφθούν ως η οριστική λύση σε όλα τα δυσθεώρητα και δυσεπίλυτα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής Δικαιοσύνης. Συνθέτουν, ωστόσο, μια ζωντανή και πειστική πρώτη απάντηση στα προβλήματα που μαστίζουν τα Δικαστήρια. Ο νέος Νόμος είναι ένα άμεσο, πυροσβεστικό «ασφαλιστικό μέτρο»  για την αντιμετώπιση της πλήρους αρνησιδικίας. Σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου, συνεχούς αξιολόγησης και εκτίμησης των δικονομικών θεσμών και των λειτουργών της Δικαιοσύνης.

Οφείλω δε να υπογραμμίσω, αντίθετα σε όσα πολλοί φαντάζονται, ότι οι πολιτικές μας επιλογές, και εν τέλει η διάθεση σύγκρουσης με συμφέροντα και ανατροπής στρεβλώσεων του παρελθόντος, όσο βολικές κι αν ήταν για πολλούς, δεν υπαγορεύθηκαν από πουθενά ούτε έχουν νεφελώδεις καταβολές. Οι νέες διατάξεις, η τροποποίηση του ισχύοντος καθεστώτος και η διαμόρφωση ενός πιο σύγχρονου δικαιοδοτικού μοντέλου, απαντά στις ανάγκες της κοινωνίας και ερείδεται στις απαιτήσεις των πολιτών της. Όχι των κοντόφθαλμων συντεχνιών αλλά του κοινωνικού συνόλου. Και -αλίμονο- αυτές οι αναγκαιότητες δεν δημιουργήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια, μετά τα «περίφημα» Μνημόνια. Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί με σοβαρότητα κάτι τέτοιο. Εξάλλου, είναι απαξιωτικό για εμάς τους ίδιους και το χώρο της Δικαιοσύνης να λέμε και να πιστεύουμε ότι έπρεπε να έρθουν οι διεθνείς πιστωτές της Χώρας για να καθίσουμε γύρω από το ίδιο τραπέζι και να συζητήσουμε τα προβλήματα ενός χώρου τόσο καίριας σπουδαιότητας όπως η Δικαιοσύνη. Η πίστη στο σύγχρονο μύθο των ξένων συμφερόντων που σκοπεύουν στην αποδόμηση της ελληνικής Δικαιοσύνης, αποδεικνύει ότι η μυθολογία εξακολουθεί να κατέχει περίοπτη θέση σε αυτόν τον τόπο.

Όχι, δεν μας επέβαλε καμία τρόικα να αξιολογήσουμε ό,τι κάναμε μέχρι σήμερα, ό,τι ίσχυε κι εφαρμοζόταν, όσο αναχρονιστικό κι άσκοπο κι αν ήταν. Καμία τρόικα δεν μας αξίωσε τον εξορθολογισμό της πολιτικής μας δικονομίας και τη δραστική απλοποίηση της εκουσίας δικαιοδοσίας. Δεν χρειαζόταν καμία τρόικα να μας ζητήσει την επιτάχυνση στη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων όπου σήμερα εκδίδεται απόφαση ένα ή ενάμιση χρόνο μετά την αίτηση. Κανένας κακός ξένος δεν ζήτησε το μονομελές εφετείο κακουργημάτων ή την ενίσχυση των μονομελών φορολογικών δικαστηρίων. Δεν υπήρξε «έξωθεν παρέμβαση» για να επέμβουμε μετά από χρόνια στο «οχυρό» στον Οργανισμό των Δικαστηρίων. Όλα σχεδιάστηκαν με βάση τις αναγκαιότητες της κοινωνίας και του δικαιοδοτικού συστήματος. Όσο επιμένουμε να κλείνουμε τα μάτια στις ανάγκες των καιρών, βαυκαλιζόμενοι με την ανέξοδη ρητορική περί ασύμμετρων απειλών, καθήμενοι πάνω στη δήθεν ιερότητα των επαγγελματικών μας συμφερόντων, τόσο θα παραδινόμαστε στη συντήρηση και τον απομονωτισμό. Και στην ελληνική Δικαιοσύνη, με τους αιώνες Ιστορίας και παράδοσης, δεν αξίζει ένα μέλλον δονκιχωτικό και μάταιο.

Γιατί κάποια στιγμή, αγαπητοί συνάδελφοι -κι απευθύνομαι κυρίως σε εσάς τους δικηγόρους-, το ρολόι της  Ιστορίας σημαίνει την ώρα της ευθύνης και των αποφάσεων. Θα πρέπει -επιτέλους- να σταθούμε  με θάρρος απέναντι στην ελληνική Δικαιοσύνη, με την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα. Κι έπειτα να κοιτάξουμε στα μάτια τους πολίτες, να αφουγκραστούμε τις ανησυχίες τους και τις προσδοκίες τους για ένα σύγχρονο, αξιόπιστο, αμερόληπτο και ταχύ μοντέλο απονομής της Δικαιοσύνης. Να εξηγήσουμε ποιος φταίει για την κατάσταση της ελληνικής Δικαιοσύνης και να πάρουμε όλοι θέση. Να αναρωτηθούμε τελικά τι επιθυμούμε: Την παραμονή στο χθες, στο αδιέξοδο τέλμα, ή τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, με ευέλικτες, ταχείες διαδικασίες, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της Δικαιοσύνης, με ευρεία αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ένα δικαστικό σύστημα φιλικό προς τον πολίτη, ανθρωποκεντρικό και σύγχρονο. Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες που διαμορφώνουμε μαζί το μέλλον, ο νομικός κόσμος και οι επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις του δεν μπορούν να παραμείνουν ούτε μέρα παραπάνω απολογητές της συντήρησης και του φόβου μπροστά στην αλλαγή.

Παρά τις περί του αντιθέτου ενδείξεις, εξακολουθώ να πιστεύω στην αστείρευτη δυναμική του νομικού κόσμου. Αρνούμαι να συνυπογράψω τον στείρο αρνητισμό με τον οποίο αρκετοί αντιμετωπίζουν κάθε προσπάθεια για αλλαγή. Επιμένω στην ανάγκη συνεχούς διαλόγου και συνεννόησης. Οι νέοι καιροί που ζούμε απαιτούν ευελιξία, προοδευτική σκέψη και ανοικτούς ορίζοντες. Η προσπάθεια για την εμπέδωση της δίκαιης δίκης στη Χώρα μας είναι θα είναι συνεχής και συλλογική. Χρέος μας είναι να την υποστηρίξουμε με ομοψυχία και ενότητα.

Σας ευχαριστώ πολύ.